Ορθόδοξη πίστη

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (2)

12 Οκτωβρίου 2009

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (2)

Apostolos PavlosΣτυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Συνέχεια από (1)

Η προσωπική στον Παύλο αποκάλυψη του Χριστού, του Ευαγγελίου και της αποστολής του

Εφόσον χωρίς την ενέργεια του αγίου Πνεύματος είναι αδύνατο να γνωρίσει και να θεολογήσει κάποιος για τον Χριστό και το έργο του, έπεται ότι το Ευαγγέλιο που ο Παύλος κήρυττε, η θεολογία του δηλαδή, οφείλεται σε αποκάλυψη. Δεν δίσταζε να ομολογεί ο ίδιος ότι είχε Πνεύμα Θεού.«Δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν» (Α Κορ. 7,40). Θεωρούσε το γεγονός της αποκαλύψεως τόσο ιερό και τόσο μυστηριακό, που δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτό, ένεκα της άκρας ταπεινοφροσύνης του, ένεκα του φόβου να τον υπερτιμήσουν και του κινδύνου να τον παρεξηγήσουν ως καυχησιολόγο. Αποφασίζει όμως να μιλήσει για τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις που δέχθηκε, σχεδόν να καυχηθεί, μόνο και μόνο γιατί κάποιοι κήρυτταν Χριστό διαφορετικό από τον πραγματικό. Αυτοί διέδιδαν μεταξύ των πιστών των εκκλησιών, που ο ίδιος είχε ιδρύσει, ότι ο ίδιος δεν έχει την αυθεντία που έχουν όσοι υπεραπόστολοι-μαθητές γνώρισαν τον Κύριο προσωπικά.

Τελειώνοντας το 56/57, την Β’ προς Κορινθίους Επιστολή του, αναφέρεται με πόνο και παράπονο σε «οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου», που συνέβησαν «προ ετών δεκατεσσάρων», περί το 42/3 δηλαδή. «Ηρπάγη» στον παράδεισο και άκουσε και είδε καταστάσεις δυσπερίγραπτες. Αυτές μάλιστα οι αποκαλύψεις, για τις οποίες και μόνο καυχάται -ενώ δεν καυχάται για τον εαυτό του-, υπήρξαν κατά καιρούς πολλές («τη υπερβολή των αποκαλύψεων»: Β’ Κορ. 12,1-10). Στην Α’ Κορ. βεβαιώνει ότι το κήρυγμά του το αποκάλυψε ο Θεός με το άγιο Πνεύμα, «Ημίν δε απεκάλυψεν ο Θεός διά του Πνεύματός του» (2,10), ενώ στην Β’ Κορ. λέγει ότι του μιλάει εντός του ο ίδιος ο Χριστός: «…δοκιμήν ζητείτε του εν εμοί λαλούντος Χριστού»(13,3).

Αναγκάζεται, ακόμα, να δηλώσει ότι σε σύγκριση με τους γνωστούς Αποστόλους-Μαθητές του Κυρίου δεν «υστέρησε» σε τίποτα («ουδέν»), ότι έπραξε και υπέστη τα του αποστολικού αξιώματος με το παραπάνω (Β’Κορ. 12,11-13).

Το ίδιο πρόβλημα, τις ίδιες εις βάρος του σπερμολογίες, τις αμφισβητήσεις δηλαδή της αυθεντικότητας του κηρύγματός του και της αποστολικότητάς του, είχε ν’ αντιμετωπίσει στα μέλη της Εκκλησίας της Γαλατίας, λίγο ενωρίτερα. Και τότε αναγκάσθηκε να υπερασπισθεί την γνησιότητα του κηρύγματός του (=«Ευαγγελίου» του), παραθέτοντας με σαφήνεια και στοιχεία προσωπικά, όσο και αν του ήταν δύσκολο. Δηλώνει στους Γαλάτες (1,15-16) ότι τον κάλεσε στο έργο του ευαγγελισμού ο ίδιος ο Θεός και Αυτός του αποκάλυψε «τον Υιόν αυτού», τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και το Ευαγγέλιο του Παύλου, η διδασκαλία του, δεν αποτελεί έργο ανθρώπου, δεν το παρέλαβε από άνθρωπο και δεν του το δίδαξε κάποιος – όπως το διδάχθηκαν οι Μαθητές του Κυρίου. Τονίζει με έμφαση ότι το έλαβε με αποκάλυψη Ιησού Χριστού.

«Γνωρίζω γαρ υμίν, αδελφοί, το Ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστιν κατά άνθρωπον. Ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό, ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού»(Γαλ. 1,11-12).

Για να πείσει τους δύσπιστους Γαλάτες, παραθέτει και άλλα προσωπικά ιστορικά στοιχεία, από τα οποία σημειώνουμε δύο. Το πρώτο, ότι μετά την κλήση του στην Δαμασκό και την βάπτισή του δεν επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, ώστε να τον διδάξουν εκεί το Ευαγγέλιο οι «προ» αυτού Απόστολοι. Αντίθετα έφυγε για την Αραβία (Γαλ. 1,17), όπου είχε την προσωπική πνευματική του προετοιμασία, με «υπερβολή» μάλιστα αποκαλύψεων.

Το δεύτερο ιστορικό στοιχείο αποτελεί, παρά την πρακτικότητά του, θεμελιώδες κριτήριο γνησιότητας του παυλείου Ευαγγελίου, αλλά και αρχή πολυσήμαντη για την γνησιότητα της συνεχώς αναπτυσσόμενης παραδόσεως. Αναφέρει, λοιπόν, ότι τα Ιεροσόλυμα επισκέφθηκε τρία έτη μετά την κλήση του και την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, με σκοπό να γνωρίσει («ιστορήσαι Κηφάν») τον Πέτρο και μαζί τον Ιάκωβο (Γαλ. 1,18-19), στους οποίους ασφαλώς εξέθεσε ό,τι αποκαλυπτικά γνώριζε για τον Χριστό. Και σε νεώτερη επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα, 14 έτη αργότερα (όταν έγινε η αποστολική Σύνοδος), συνήντησε τους Ιάκωβο, Πέτρο και Ιωάννη, όπως και άλλους στυλοβάτες της Εκκλησίας, στους οποίους παρουσίασε («ανεθέμην») την διδασκαλία, το Ευαγγέλιο δηλαδή που κήρυττε στα Έθνη. Αφού τον άκουσαν «κατ’ ιδίαν», δεν είχανε τίποτα να προσθέσουν («ουδέν προσανέθεντο»). Το Ευαγγέλιο που κήρυτταν εκείνοι που γνώρισαν καλά και άκουγαν τρία έτη τον Χριστό και που ήσαν παρόντες στην Πεντηκοστή, το ίδιο κήρυττε και ο Παύλος. Αυτό που αργότερα διδάχθηκε με προσωπική αποκάλυψη ο Παύλος συμφωνούσε απόλυτα με αυτό που ενωρίτερα γνώριζαν οι Μαθητές του Κυρίου.

«Έπειτα, μετά τρία έτη (= μετά την Αραβία) ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Κηφάν και επέμεινα προς αυτόν ημέρας δεκαπέντε. Έτερον δε των Αποστόλων ουκ είδον ει μη Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου» (Γαλ. 1,18-19).

«Έπειτα, διά δεκατεσσάρων ετών, πάλιν ανέβην εις Ιεροσόλυμα… ανέβην δε κατά αποκάλυψιν. Και ανεθέμην αυτοίς το ευαγγέλιον ο κηρύσσω εν τοις έθνεσι, κατ’ ιδίαν δε τοις δοκούσιν… εμοί γαρ οι δοκούντες ουδέν προσανέθεντο… και γνόντες την χάριν την δοθείσάν μοι, Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι, δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας» (Γαλ. 2,1-9).

Αναμφίβολα, το Ευαγγέλιο του Παύλου ήταν ευρύτερο από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, διότι ο Παύλος όφειλε να θεολογήσει ευρύτερα, βαθύτερα και αναλυτικότερα, ένεκα των προκλήσεων των ακροατών του. Η απάντησή του στις προκλήσεις, η θεολογία του δηλαδή για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, επειδή ήταν αποτέλεσμα καθοδηγήσεως του αγίου Πνεύματος, όπως τόσες φορές βεβαίωνε (π.χ. Α Κορ. 2,10· 7,4· 12,13), αναγνωρίσθηκε ως σύμφωνη με το Ευαγγέλιο των Μαθητών του Κυρίου. Μολονότι το κήρυγμα (θεολογία) του Παύλου ήταν αυξημένο, σε σύγκριση με το απλούστερο των πρώτων Μαθητών, αποτελούσε αλήθεια γνήσια και ως τέτοια δεν μπορούσε να είναι αντίθετη ή διάφορη εκείνης που εξαρχής είχε προσφερθεί. Ο Παύλος, πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας, προσέφερε, χάριν σωτηρίας των πιστών, αυξημένο κήρυγμα, απόλυτα ομόλογο προς το αρχικό.

Γι’ αυτό και ό,τι στην πορευόμενη και ζώσα παράδοση της Εκκλησίας θα προσφέρεται θεολογικά, εάν είναι ομόλογο προς την προγενέστερη παράδοση και εάν συνιστά εμβάθυνση στην ίδια αλήθεια, θα υιοθετείται από την Εκκλησία και θα ενσωματώνεται στην διδασκαλία της. Αυτονόητο είναι όμως ότι το νέο μπορεί να είναι ομόλογο προς το αρχικό και να συνιστά συνέπειά του, μόνο εάν οφείλεται σε φωτισμό του αγίου Πνεύματος, διότι μόνο Αυτό γνωρίζει την άκτιστη θεία αλήθεια και μόνο Αυτό την φανερώνει, στο βαθμό πάντα που είναι αναγκαία για την σωτηρία του ανθρώπου.

Συνεχίζεται…