Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (3)
13 Οκτωβρίου 2009
Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Τα εφόδια του Παύλου
Επιγραμματικά είδαμε το πως της κλήσεως του Παύλου και την διαρκή Πεντηκοστή του, ώστε να γνωρίζει όλο και βαθύτερα το μυστήριο του Χριστού χάριν της σωτηρίας των μελών της Εκκλησίας των Εθνών. Η Πεντηκοστή του όμως, οι ιερές αποκαλύψεις του, δεν είχαν δική τους γλώσσα και δομές. Αυτά, στοιχεία κτιστά και ανθρώπινα, τα είχε πλούσια και τα χρησιμοποιούσε αριστοτεχνικά, για να εκφράσει την αποκαλυφθείσα αλήθεια και να της δώσει μορφή τέτοια, που να γίνεται, κατά το ανθρώπινο τουλάχιστον, κατανοητή, χωρίς η γλωσσική μορφή και οι δομές να φαλκιδεύουν την άκτιστη αλήθεια.
Τα ανθρώπινα αυτά στοιχεία είναι η ευρεία παιδεία, ελληνιστική και φιλοσοφική, που ευτύχησε ν’ αποκτήσει στην πατρίδα του Ταρσό της Κιλικίας, περίφημο για την εποχή πνευματικό κέντρο μεγάλης ακτινοβο-λίας, όπου έδρασαν φιλόσοφοι (όπως ο Αθηνόδωρος) και ρήτορες. Η φιλοσοφική νεοστωϊκή παράδοση του Αθηνοδώρου του Κορδυλίωνα (1ος αι. π.Χ.) ήταν πολύ έντονη στην Ταρσό, όπου σπούδασε ο Παύλος με την οικονομική άνεση του πατέρα του, που είχε και τα προνόμια του Ρωμαίου πολίτη.
Παράλληλα, φιλομαθής και οξύνους, θα έμαθε πολλά για την ελληνορωμαϊκή θρησκεία και τα ανατολικά θρησκεύματα. Φυσικά, η πρώτη παιδεία του, ως τέκνο παραδοσιακής εβραϊκής οικογένειας, αποκτήθηκε στους κόλπους της Συναγωγής, αλλά στην συνέχεια σπούδασε ραββινική ερμηνεία στον περίφημο ραββίνο Γαμαλιήλ Α’, που δίδασκε στα Ιεροσόλυμα. Γνώρισε πολύ καλά την Παλαιά Διαθήκη και γενικά την ιουδαϊκή γραμματεία, ώστε να θεωρείται διδάσκαλος κι ερμηνευτής των Γραφών, άρα θεολόγος και μάλλον Φαρισαίος.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ως χριστιανός μετά γνωρίζει να ερμηνεύει την ΠΔ στο φώς του μυστηρίου του Ιησού Χριστού και να αναλύει -πρώτος με τόση σαφήνεια- την επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού και στην Εκκλησία. Είναι όμως και θαυμαστό ότι ενίοτε χρησιμοποιεί άνετα στωϊκή ορολογία (ελευθερία, συνείδησης), μολονότι βεβαιώνει ότι κηρύττει Χριστό «ουκ εν σοφία λόγου» (Α’ Κορ. 1,17). Σημαντικότερο είναι ότι αποδεικνύεται δημιουργικός και ταλαντούχος χρήστης της ελληνιστικής γλώσσας, της οποίας γνωρίζει πολύ καλά τα σχήματα και τους νόμους, αλλά της δίνει τη δική του έντονη προσωπική σφραγίδα. Δίκαια γίνεται λόγος για παύλεια γλώσσα, που υπερβαίνει την λεγόμενη «κοινή» ελληνιστική.
Τον εσταυρωμένο και αναστάντα μόνο κηρύττει έναντι των Εβραίων, των σοφών Ελλήνων και του ευδαιμονικού περιβάλλοντος
«Ου γαρ έκρινα τι είδέναι εν υμίν ειμή Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» (Α’ Κορ. 2,2). «Πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη» (Α’ Θεσσ. 4,14). «Εν νόμω ουδείς δικαιούται» (Γαλ. 3,11). «Τέλος γαρ νόμου Χριστός» (Ρωμ. 10,4).
Στα δύο πρώτα χωρία έχουμε την μοναδικότητα του Χριστού, θανόντα και αναστάντα, έχουμε το θεμελιώδες κίνητρο του κηρύγματος και της θεολογίας του Παύλου, αλλά και το απόλυτο κέντρο του όλου έργου του. Ο ίδιος απορροφάται από το μυστήριο του Χριστού, ζει εν Χριστώ (Γαλ. 2,20) και για τον Χριστό, που τον κάλεσε να εργασθεί ως απόστολος του. Το Ευαγγέλιο του Θεού που κηρύττει είναι «περί του Υιού αυτού» που ενηνθρώπησε («γενομένου εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα»: Ρωμ. 1,2-3).
Συνεπής προς την κλήση του και από βαθιά ευγνωμοσύνη αφοσιώνεται άχρι θανάτου στην παρουσίαση του Χρίστου ως του Μεσσία και του Σωτήρα των Προφητών και συγχρόνως εκφράζει την εμπειρία που βιώνει εν Χριστώ. Απολογείται κι εξηγεί το γιατί, όντας αυστηρός Εβραίος εκείνος και μάλλον Φαρισαίος, ακολούθησε τον Χριστό κι έγινε μέλος της Εκκλησίας του. Στο έργο του Παύλου δηλαδή ενυπάρχει η απολογία της αποδοχής του Χριστού, της μεταστροφής του, όπως αυτή χαρακτηρίζεται. Γνωρίζοντας καλά την ΠΔ και δη τους Προφήτες, αλλά και βιώνοντας το μυστήριο του Χριστού, εξηγεί επίμονα, κυρίως για τους Εβραίους, τον ρόλο του Νόμου (ΠΔ) ως παιδαγωγού (Γαλ. 3,24) και σκιάς των μελλόντων, εκείνων που θα έρχονταν με τον Χριστό (Έβρ. 10,1). Ο ρόλος του Νόμου τελειώνει με το έργο του Χριστού (Ρωμ. 10,4), διά του οποίου μόνο -και όχι διά του Νόμου- πραγματώνεται δικαιοσύνη και σωτηρία (Ρωμ. 3,20-21 και 28· Γαλ. 2,21 και 16· 3,11).
Οφείλει ακόμα να εξηγήσει -και είναι ο πρώτος που θεόπνευστα το επιχειρεί- ότι το λυτρωτικό έργο του Σωτήρα Ιησού Χριστού συνεχίζεται στους αιώνες – διακονείται, μετά την Ανάληψή του, από τους Αποστόλους-διαδόχους του και πραγματώνεται στο μυστήριο της Εκκλησίας. Πραγματώνεται στην Εκκλησία, διότι αυτή αποτελεί σώμα, του οποίου κεφαλή είναι ο ίδιος ο Χριστός (Εφεσ. 1,2· 2,3) και μέλη «εκ μέρους» οι πιστοί όλοι, καθόσον μετέχουν ρεαλιστικά του μυστηρίου της Ευχαριστίας (Α’ Κορ. 10,16-17· 11,23-24,26), καθόσον δηλαδή μετέχουν του ευχαριστιακού άρτου και του οίνου, που είναι η αγιασμένη και θεώμενη ανθρώπινη φύση του Χριστού. Το μυστήριο τούτο, βεβαιώνει, παρέλαβε από τον ίδιο τον Κύριο και το παραδίδει στους πιστούς (Α’ Κορ. 11,23).
Αλλ’ εάν ήταν δύσκολο να πείσει τους συμπατριώτες του ότι ο Ιησούς Χριστός αποτελεί την εκπλήρωση των προφητών-επαγγελιών και ότι ο Νόμος της ΠΔ δεν σώζει, το ίδιο δύσκολο ήτανε και να δεχθούν οι Έλληνες και γενικά οι εθνικοί αντί του φιλοσοφικού λόγου τον θείο και προαιώνιο Λόγο, τον Υιό του Θεού Πατέρα, τον σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό. Οι διωγμοί του Παύλου, ιδιαίτερα από τους συμπατριώτες του, οι κατατρεγμοί, οι φυλακίσεις, οι απειλές για θανάτωση, οι ραβδισμοί, ακόμα και ο μαρτυρικός του θάνατος, φαίνονται αυτονόητοι, αφού εργάστηκε καρποφόρα ως όργανο θεήλατο για την ανατροπή της πνευματικής καταστάσεως του κόσμου και την μετα-στοιχείωσή του σε Εκκλησία Χριστού.
Η ανατροπή, μάλιστα, την οποία επιδίωξε ο Παύλος, δεν απαιτούσε μόνο νοησιαρχική μεταστροφή, αποδοχή με τον νου άλλης ιδέας. Απαιτούσε πολύ περισσότερο μεταστροφή και αναδημιουργία όλου του ανθρώπινου είναι, ριζική αλλαγή τρόπου ζωής, ανάπλαση του ανθρώπου σε καινή κτίση με απόλυτο πρότυπο τον Χριστό (τον νέο Αδάμ) και εν Χριστώ. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας, με την δύναμη του άρτου και του οίνου της θείας Ευχαριστίας, αλλά, συγχρόνως, και με τον προσωπικό πνευματικό-ασκητικό αγώνα του πιστού. Το τελευταίο τούτο, επόμενο ήταν για τις επικρατούσες ευδαιμονιστές-υλιστικές αντιλήψεις όλων των εποχών, να συνιστά τεράστιο εμπόδιο για την αποδοχή κι εφαρμογή της διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου.
Και δεν είναι τυχαίο ότι ο θεόπτης και πνευματοφώτιστος Παύλος έγινε και ο πρώτος θεολόγος του καθημερινού βίου των πιστών. Όλες οι εκφάνσεις και πρακτικές πλευρές της ζωής των ανθρώπων έπρεπε ν’ αλλάξουν σύμφωνα πλέον με το αποκεκαλυμμένο θέλημα του Θεού και προπαντός με κριτήριο την απόλυτη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και του ανθρώπου προς τον Θεό αλλά και προς τον πλησίον του άνθρωπο. Γι’ αυτό και, όσο δύσκολο και αν ήταν, μίλησε κι έγραψε για πολλά -τα πιό αναγκαία- πρακτικά ζητήματα, όπως είναι η προσευχή, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, η περιουσία, ο πλούτος, η μέθη, ο καθημερινός πνευματικός αγώνας, οι δαίμονες, η ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας, το έργο των λειτουργών, η απόλυτη υπεροχή της αγάπης, ο θάνατος, η λύπη, οι συμφορές στην ζωή, ο γάμος, η πορνεία, η παρθενία και η δουλεία.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, με τις αφορμές και τις προκλήσεις που του παρέχονταν, παρουσίασε πολύπλευρα την σωτηριώδη πορεία της Εκκλησίας, που συνιστά κοινωνία του αγίου Πνεύματος (Β’ Κορ. 13,13″ Φιλιπ. 2,1-11) και οδηγεί τους πιστούς στην ουράνια βασιλεία και δόξα, στην ολοκληρωτική εκπλήρωση των επαγγελιών, στην τελική δηλαδή κατάσταση μακαριότητας, για την οποία προόριζε ο Θεός το ανθρώπινο γένος (Β’ Θεσσ. 1,5· Ρωμ. 8,18· Β’ Θεσσ. 2,12).
Ως Εβραίος μπορούσε ν’ απολογηθεί στους συμπατριώτες του, υποδεικνύοντας την επαλήθευση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης στο πρόσωπο του Χριστού. Ως μέτοχος όμως της ελληνικής παιδείας χρειάστηκε να γίνει πολύ ριζικότερος. Είχε ήδη την πικρή εμπειρία από το κήρυγμά του στον Άρειο Πάγο των Αθηνών, που, παρά την αναφορά του στον βωμό προς τιμήν του Αγνώστου Θεού (Πράξ. 17, 16-32) και δη την χρησιμοποίηση του φιλοσόφου Αράτου (που ήτανε από την Κιλικία, όπως και ο Παύλος, έζησε δε το 305-240 π.Χ.), οι Αθηναίοι τον απέπεμψαν ως «σπερμολόγο». Δεν συγκινήθηκαν από την γνώση του των σοφών, διότι συγχρόνως τους μίλησε για μετάνοια και ανάσταση νεκρών.
Όφειλε, γι’ αυτό, να εξηγήσει με σαφήνεια στους Κορινθίους, που επίσης είχανε πολύ ευρεία παιδεία και φιλοσοφική κατάρτιση, ότι τίποτε άλλο δεν είχε σκοπό να τους γνωρίσει παρά μόνο τον Ιησού Χριστό, τον εσταυρωμένο και αναστάντα (Α’ Κορ. 2,2). Τους μεταδίδει την βαθιά του πίστη ότι, ενώ η σταύρωση του Κυρίου είναι η δύναμη του Θεού για τους χριστιανούς, για τους μη χριστιανούς και δη τους Έλληνες αποτελεί «μωρίαν», ανοησία. Κι εξηγεί ότι ο Θεός, που ήθελε να σώσει το ανθρώπινο γένος, ευδόκησε να το σώσει με την μωρία του κηρύγματος για τον εσταυρωμένο και αναστάντα Κύριο. Αυτό έγινε αναγκαίο, διότι οι άνθρωποι με την σοφία τους δεν κατόρθωσαν να γνωρίσουν την παντού φανερή στον κόσμο θεία σοφία, δηλαδή τον δημιουργό Θεό.
«Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α’ Κορ. 1,21)
Την ίδια εξήγηση για το θέμα δίνει με άλλο τρόπο, γράφοντας προς τους Ρωμαίους (1,19-21). Ο Θεός φανέρωσε την ύπαρξη του («το γνωστόν του Θεού») στους ανθρώπους με τα γνωστά σε όλους δημιουργήματά του («τοις ποιήμασι»), μέσω των οποίων καταφαίνεται η θεϊκή του δύναμη («η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης»). Όμως αυτοί, μολονότι αντελήφθηκαν (αναγνώρισαν) ότι τα δημιουργήματα προϋποθέτουν (πολύ γενικά, βέβαια) θεϊκή δύναμη, δεν δόξασαν τον Θεό ούτε τον ευχαρίστησαν· γι’ αυτό είναι αναπολόγητοι. Τελικά δηλαδή τον αληθινό Θεό αναγνωρίζουν στα δημιουργήματά του όσοι έχουνε δεχθεί την αποκάλυψη. Και, πλέον, μετά την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού η πραγματική γνώση του αληθινού Θεού, άρα και η σωτηρία του ανθρώπου, εξαρτώνται απόλυτα από την πίστη στον Χριστό, στον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο (Εβρ. 5,10).
Συνεχίζεται…