Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (8)
23 Οκτωβρίου 2009
Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι πολλές τοπικές εκκλησίες είναι η Μία Εκκλησία με τους πολλούς λειτουργούς της
Όπως οι πολλοί πιστοί αποτελούν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού (Α’ Κορ. 10,16-17· 12,14), διότι μετέχουν στην ίδια θεία Ευχαριστία («εις άρτος – εν σώμα»), έτσι και οι πολλές κατά τόπους κι εποχές Εκκλησίες αποτελούν το ένα σώμα του Κυρίου. Οι Εκκλησίες, που βρίσκονται άλλη «εν Κορίνθω» (Α’ Κορ. 1,2), άλλες στην περιοχή «της Γαλατίας» (Γαλ. 1,2) και άλλες πολλές σε διάφορα «έθνη» (Ρωμ. 16,4), είναι όλες του Χριστού ( Ρωμ. 16,16), διότι όλες έχουνε το δικό του σώμα και αίμα διά του μυστηρίου της Ευχαριστίας και το ίδιο άγιο Πνεύμα (Εφεσ. 4,4-5· Φιλιπ. 2,1).
Για να λειτουργήσουν όμως οι πολλές εκκλησίες, που μάλιστα συνεχώς θα αυξάνονταν, ώστε να οικοδομούνται και να αγιάζονται όσο γίνεται περισσότεροι άνθρωποι, ο Κύριος, που ίδρυσε την Εκκλησία, ο ίδιος «έδωκεν», όρισε, κατέστησε, εις αυτήν «τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4,11-12). Το ίδιο βεβαίωνε ο Παύλος, όταν έγραφε και προς τους Κορινθίους, προσθέτοντας και έκτακτα χαρίσματα (Α’ Κορ. 12,28). Οι διακονούντες το έργο της Εκκλησίας του Χριστού όλοι έχουνε το δικό τους λειτούργημα και χάρισμα, το οποίο -πλην των Μαθητών-Αποστόλων- τους ανατίθεται με ιερουργία-χειροτονία, «δι’ επιθέσεως των χειρών» (Α’ Τιμ. 4,14· Β’ Τιμ. 1,6).
Ο Παύλος πρώτος πληροφορεί ότι ο ίδιος («διά των χειρών μου») μετέδωσε το «χάρισμα» του πρεσβυτέρου (του λειτουργού) στον Τιμόθεο (Β’ Τιμ. 1,6) και στον Τίτο (Τίτ. 1,5), ώστε να εργασθούν ως συνεχιστές του. Ακόμα σημαντικότερο, δίνει εντολή στον Τίτο να «καταστήση», να χειροτονήσει και να τοποθετήσει, πρεσβυτέρους στην Κρήτη (στο ίδιο), ενώ ήδη οι πρεσβύτεροι, συνεχιστές (διάδοχοι) δηλαδή των Αποστόλων (Α’ Τιμ. 4,16), χειροτονούσαν δικούς τους συνεχιστές, κάτι που δεν διακόπηκε ποτέ.
Ο πρώτος που όφειλε να θεολογήσει για πολλά θέματα
Το σώμα της ‘Εκκλησίας, όπως το περιέγραψε ο Παύλος, αποσπασματικά έστω, ανάλογα με τις προκλήσεις των πιστών και τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, έχει ζωτικότητα κι εντυπωσιακή δυναμική. Οι πιστοί καλούνταν να πιστέψουν και να ζήσουν το συγκλονιστικό μυστήριο της ενανθρωπήσεως, του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου, δηλαδή την ριζική ανατροπή των θρησκευτικών, κοινωνικών και φιλοσοφικών σταθερών του περιβάλλοντός τους. Όσο ευρύτερα στρώματα ανθρώπων και ομάδων από διαφορετικές περιοχές, φυλές κι έθνη πίστευαν στο Ευαγγέλιο και γίνονταν μέλη της Εκκλησίας, τόσο δυσκολότερο ήτανε να κατανοήσουν και να ζήσουν με συνέπεια τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Και όσο συνεπέστερα θέλανε να ζήσουν την εν Χριστώ ζωή, τόσο περισσότερα ερωτηματικά έθεταν και σε τόσο περισσότερες παρεκκλίσεις-λάθη κατέληγαν.
Αυτές ακριβώς οι δυσκολίες απέβαιναν προκλήσεις για τον Παύλο, αφορμές, ώστε κατά περίπτωση να εξηγεί, ν’ αναλύει, δηλαδή να θεολογεί, σύμφωνα με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 14,37· Β’ Κορ. 13,3) κι ενίοτε κατά την δική του γνώμη (Α’ Κορ. 7,6· Β’ Κορ. 8,8), που τότε δεν την θεωρούσε υποχρεωτική. Έτσι ο Παύλος έγινε ο πρώτος Θεολόγος, το εκλεκτό σκεύος, που οδηγήθηκε από τον Θεό να θεολογήσει για τα γενικότερα θέματα του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας, όταν ακόμα δεν είχαν γραφεί ούτε τα ευαγγελικά κείμενα. Παράλληλα δεν παρέλειψε να μιλήσει θεόπνευστα για ζητήματα της καθημερινής ζωής και συμπεριφοράς των πιστών. Γι’ αυτό είναι όχι μόνο ο πρώτος, αλλά και ο πολυπλευρικότερος συγγραφέας της Καινής Διαθήκης, το πλάτος και το εύρος της σοφίας του οποίου τα μεν συνειδητά μέλη της Εκκλησίας ζούνε και σώζονται εν Χριστώ δι’ αγίου Πνεύματος, οι δε ειδικοί ερευνητές δεν κατόρθωσαν να εξαντλήσουν. Δειγματικά μόνο αναφέρουμε ότι θεολόγησε:
Για την προσωπική του κλήση στο αποστολικό αξίωμα και τις προσωπικές εις αυτόν του Χριστού και του αγίου Πνεύματος αποκαλύψεις.
Για το πρόσωπο του Χριστού και την Εκκλησία του, που από την Πεντηκοστή πραγματώνεται από το άγιο Πνεύμα.
Για την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, τους λειτουργούς-πρεσβυτέρους της, τα χαρίσματα και τις αποκαλύψεις στους κόλπους της, αλλά -κατ’ ανάγκην- και για τα σχίσματα και τους ψευδαποστόλους, που καταλύουν την ενότητα της αυθεντικής Εκκλησίας και θέτουν σε κίνδυνο την σωτηρία των μελών της.
Για τον καθημερινό πνευματικό ασκητικό αγώνα των πιστών, την εν Χριστώ ζωή του καινού ανθρώπου, που ελευθερώνεται από την αμαρτία και τον διάβολο και αγιάζεται και σώζεται όσο μετέχει άξια στο θεωμένο και πραγματικό σώμα και αίμα του Κυρίου.
Για τον πιστό που πορεύεται πλήρης ελπίδας προς την μέλλουσα βασιλεία των ουρανών όπου κατά την τελική κρίση θ’ απολαύσει χάριτι θεία την αιώνια μακαριότητα.
Για το νέο πνεύμα, τη νέα θεώρηση του ανθρωπίνου γένους, όπου, υπερβαίνοντας τον παλαιό νόμο οι άνθρωποι ως «σύμμορφοι» του Χριστού, είναι όλοι ίσοι (ελεύθεροι και δούλοι, άνδρες και γυναίκες). Τώρα με τον Παύλο ο γάμος αποβαίνει Μυστήριο και καθ’ εαυτό και στην Εκκλησία, ενώ τιμάται κατ’ αξίαν η παρθενία διά Χριστόν (δι’ ομοίωσιν προς Θεόν) και αξιολογείται θετικά το σώμα ως κατοικητήριο, μάλιστα, του Πνεύματος, λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να αμαρτάνει κάνεις εις αυτό.
Για την σχέση των μελών της Εκκλησίας με το ιστορικοεποχικό περιβάλλον τους, είτε αυτό είναι ο θρησκευτικός ειδωλολατρικός κόσμος, είτε τα φιλοσοφικά συστήματα ή τα ισχυρά πολιτικοκοινωνικά κι εξουσιαστικά μορφώματα.
Τέλος, κλείνοντας μόνο συμβατικά, θεολόγησε για το μυστήριο της ανακεφαλαιώσεως: πώς αναδημιουργείται όλος ο κόσμος στον αναστημένο Χριστό, πώς η πνευματική ζωή, προσφερόμενη από το άγιο Πνεύμα, μέτρο και κορύφωση έχει τον Χριστό. Το πανίερο αυτό γεγονός εκφράζεται και αποδεικνύεται με την προς τον Θεό και τον πλησίον αγάπη, για την οποία ο θεόκλητος Παύλος μας άφησε ανεπανάληπτες σελίδες, ικανές να τον θαυμάζουν οι γενεές των ανθρώπων και να τον ευγνωμονούν τα μέλη της Εκκλησίας.
Προς την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιώσεως- Έσχατα
Ο Παύλος, δέκτης αποκαλύψεων αλλά και μάρτυς της ζωής της Εκκλησίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του βίου της, καταγράφει το «μαράν αθά» (Α’ Κορ. 16,22) ο Κύριος έρχεται, που τότε οι πιστοί ένιωθαν έντονα. Ο αναστημένος Κύριος αποτελούσε το σκάνδαλο για τους έξω της Εκκλησίας και την μέγιστη ελπίδα και παρηγοριά για τους πιστούς. Στον αναστημένο Κύριο θεμελιώνει την ανακεφαλαίωση των πάντων ο Παύλος, αυτήν προβάλλει ως απόδειξη της αναστάσεως των νεκρών (Α’ Κορ. 15,14 και 20) και της ζωοποιήσεως των σωμάτων των πιστών διά του αγίου Πνεύματος (Ρωμ. 8,11· Α’ Κορ. 15,22 και 42).
Το «έρχεται ο Κύριος» δεν μειώνει τον ρεαλισμό του δέκτη αποκαλύψεων Παύλου. Του δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίζει την πίστη, ότι ο αναστημένος Κύριος θα πραγματοποιήσει και νέα «παρουσία» (Α’ Κορ. 15,23). Τα μέλη της Εκκλησίας πρέπει να ελπίζουν και να εύχονται να εκδημήσουν, να εγκαταλείψουν τα θνητά σώματά τους και να μεταβούν στον Κύριο, λόγος για τον οποίο είναι ανάγκη να ευαρεστούν, να ευχαριστούν τον Θεό με την ζωή και τις πράξεις τους (Β’ Κορ. 5,8-9).Η ζωή δηλαδή στον κόσμο αυτόν αποτελεί κριτήριο για ό,τι θα συμβεί στην δευτέρα παρουσία. Ο Χριστός θα κρίνει τότε τους ανθρώπους σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και τις επιταγές του για την εδώ ζωή των πιστών (Ρωμ. 2,16).
Γράφοντας προς τους Φιλιππησίους δίνει πολύ προσωπικό χαρακτήρα στην διδασκαλία του. Καταθέτει εσώτατο βίωμα. Ζωή μου, λέγει, εδώ στην γη είναι να ζω εν Χριστώ («εμοί το ζην Χριστός»), αλλά και αν πεθάνω το θεωρώ «κέρδος» (1,21). Καταπιέζεται από την επιθυμία να πεθάνει για να ζη εν Κυρίω, τον συνεπαίρνει όμως και η αγάπη, το καθήκον: μένοντας στην ζωή εδώ, θα προσφέρει «έργο» για την Εκκλησία πολύ «αναγκαιότερον». Και προτιμάει να εργασθεί ακόμα στην Εκκλησία (1, 22-25) χάριν των πιστών.
Η τοποθέτηση αυτή του Παύλου κατανοείται από την θεολογία του περί ανακεφαλαιώσεως των πάντων στον Χριστό (Εφεσ. 1,10). Η ανακεφαλαίωση, που άρχισε με την ενανθρώπηση και συνεχίζεται στην Εκκλησία, θα ολοκληρωθεί με την δευτέρα παρουσία και την τελική κρίση, οπότε θα καταργηθεί οριστικά ο θάνατος, θα υποταχθούν στον Κύριο τα πάντα και ο Θεός πλέον θα είναι «τα πάντα εν πάσιν» (Α’ Κορ.15,28-29).
Η κατάσταση της οριστικής ανακεφαλαιώσεως δεν περιγράφεται όσο θα ήθελε κάποιος. Σημειώνει όμως ο θεόπτης Παύλος ότι τότε θα εγερθούν οι νεκροί και θα είναι αλλαγμένοι («πάντες αλλαγησόμεθα», θα έχουν σώμα «ουράνιον» και «πνευματικόν», θα έχουν «αθανασίαν» και «αφθαρσίαν»: Α’ Κορ. 15,40-53). Οι αναστημένοι νεκροί θα βρίσκονται σε δόξα, όπως αυτή που δόθηκε στο πρόσωπο του Μωυσή (Β’ Κορ. 3,7) και μάλιστα σε δόξα αιώνια (4,17), «σύμμορφον» προς την δόξα του αναληφθέντος «σώματος» του Κυρίου (Φιλιπ. 3,21· βλ.Ρωμ. 17,7· Α’ Θεσσ. 2,12). Οι αναστημένοι δεν θα βιώνουν παθητικά τα δώρα της ουράνιας βασιλείας. Αντίθετα, θα λειτουργεί η γνωστική ενέργεια έτσι, ώστε να γνωρίζουν τον Θεό πληρέστερα («τότε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην»). Ακόμα θετικότερα, θ’ απολαμβάνουν την θέα του Θεού «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. 13,12).
Όσο είναι όμως καθ’ υπερβολήν σαγηνευτική η κατάσταση των εσχάτων, τόσο δύσκολος και αποκρουστικός είναι ο αγώνας της προετοιμασίας του πιστού για την κατάσταση αυτή. Άπειρες φορές ο Παύλος εξήγησε την ανάγκη να εγκαταλείψουν οι πιστοί τον «παλαιόν άνθρωπον» (Εφεσ. 4,22″ Ρωμ. 6,6), ό,τι τους δένει με τα θέλγητρα του κόσμου, με κάθε είδους αμαρτία, όπως αδικία, μίσος, πλεονεξία, πορνεία και τα όμοια. Με αυτά κανείς δεν έχει θέση («κληρονομίαν») στην βασιλεία του «Χριστού και Θεού» (Εφεσ. 5,5). Οι πιστοί πρέπει να «εργάζονται το αγαθόν» προς όλους τους ανθρώπους (Γαλ. 6,10), πρέπει ν’ αγωνίζονται για την αληθινή προς τον πλησίον αγάπη (Α’ Κορ. 13,4-7). Πρέπει να κοπιάζουν αφάνταστα, να «στενάζουν», στην πνευματική και σωματική άσκηση, για ν’ αποκτήσουν «ουράνιο» σώμα (Β’ Κορ. 5,2), κι έτσι ν’ ατενίζουν αιώνια τον Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον».
(Το παρόν κείμενο περιλαμβάνεται στο δίτομο έργο « Απόστολος Παύλος και Κόρινθος. 1950 χρόνια από τη συγγραφή των Επιστολών προς Κορινθίους- Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Κόρινθος 2007», το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο του 2009 από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.)