Τί θα πει «αρτσιμπούρτσι»;
27 Ιανουαρίου 2010
αρτζιμπούρτζι [<μσν. ουσ. ‘αρτσιβούριν• λ. αρμεν.] η εβδομάδα πριν από τις αποκριές κατά την οποία νηστεύουν οι Αρμένιοι σε αντίθεση προς τους ορθόδοξους που καταλύουν τη νηστεία κατά την Τετάρτη και Παρασκευή |με επιρρ. σημασία άνω κάτω, άτακτα, με ασύδοτη ελευθερία
Άλλη εκδοχή:
Πλήρης ακαταστασία – ακατανόητα πράγματα
Μεσαιωνική προέλευση: αρτζιβούριον εξελληνισμένη ονομασία της αυστηρής νηστείας που τηρούν οι Αρμένιοι κατά την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, ενώ οι ορθόδοξοι δεν νήστευαν [αυτή] την Τετάρτη και την Παρασκευή. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι ήταν προϊόν παραλογισμού.
(VatopaidiFriend: Αυτή είναι η βδομάδα που διανύουμε τώρα.)
Πηγή: www.pneuma.gr/downloads/glossari.doc και datacomm.gr/datacommunication/SiteResources/data/…/ou_monon.pdf