Η αλήθεια έπαψε πια να ακούγεται
10 Μαΐου 2014
Ένας µικρός φόρος τιµής στο ετήσιο µνηµόσυνο της γιαγιάς µας Στυλιανής, που ένοιωθε γιαγιά όλου του Γένους µας.
Πριν ενάµιση περίπου χρόνο, έγραφα λίγες σκέψεις για τα 90 χρόνια από τον διωγµό της Σµυρνης. Τώρα παραθέτω αυτά που η γιαγιά µας –99 ετών τότε– µάς έλεγε και µάς ξανάλεγε για την ευλογηµένη γη της Ιωνίας.
Μας περιέγραφε το µεγάλο σπίτι – αρχοντικό στο οποίο έµεναν, µέ τους µεγάλους κήπους και την όµορφη πέτρινη µάντρα γύρω από αυτό. Μας έλεγε για την όµορφη, σεµνή και ελληνορθόδοξη ζωή τους στο Κουκλουτζά της Σµυρνης, όπου ήταν τιµή για τα κορίτσια να διδάσκονται την µοναδική τέχνη της νοικοκυράς, αλλά και να µεγαλώνουν µέ την υπερηφάνεια της µέλλουσας Ρωµηάς συζύγου και µητέρας. Μας µιλούσε για τα κεντητά που στόλιζαν τα όµορφα έπιπλά τους και γενικά για το εκλεκτό γούστο που συναντούσε κανείς σε κάθε λεπτοµέρεια του σπιτιού. Αναφερόταν στα κιούπια µέ τις λίρες στο κελάρι και στα πλούτη που είχαν, τα οποία όµως, δεν τους είχαν µετατρέψει σε άπληστους νεόπλουτους. Είχαν µάθει να βοηθούν κάθε έναν που είχε την ανάγκη τους και να δίνουν χωρίς ιδιοτέλεια, ειδικά όταν επρόκειτο για την ανέγερση η συντήρηση κάποιου κοινωφελούς ιδρύµατος (ορφανοτροφείο, νοσοκοµείο, σχολείο κ.α.). Παρόλα τα χρόνια της, την βλέπαµε να κοκκινίζει όταν µάς µιλούσε για τον µεγάλο πλακόστρωτο δρόµο της πλατείας του Κουκλουτζά, το νυφοπάζαρο της εποχής, όπου οι νεαροί αντάλλαζαν τις πρώτες κλεφτές µατιές µέ τις κοπέλες, οι οποίες βέβαια πάντα συνοδεύονταν από τους γονείς τους στις απογευµατινές τους βόλτες! Μας έλεγε για την πλούσια σοδειά που περίµεναν µέ χαρά να την µαζέψουν στις αρχές του Φθινοπώρου και για τα κοπάδια που είχαν και εξέτρεφαν. Την ακούγαµε να τα λέει όλα αυτά και το πρόσωπό της ήταν όλο χαρά. Μέχρι τι στιγµή που θυµόταν το διωγµό. Εκεί άλλαζε.
Μια θλίψη πάντα κυρίευε την µατιά της, και το πρόσωπό της γινόταν σκυθρωπό. Οι όµορφες και γαλήνιες περιγραφές σταµατούσαν και άρχιζαν φοβερές και φρικτές θύµισες να παρουσιάζονται µπροστά µας. Άγρια φονικά και απάνθρωπα βασανιστήρια σε κάθε Έλληνα Ορθόδοξο ανεξαρτήτου ηλικίας. Και όλα αυτά σε δηµόσια θέα. Είναι πια γνωστά σε όλους µας τα έκτροπα και οι θηριωδίες γι’ αυτό και δεν θα επεκταθώ σε αυτά. Άλλωστε είναι τόσο φρικιαστικά αυτά που έκαναν στους Έλληνες, ώστε εάν δεν υπήρχαν οι φωτογραφίες στις οποίες εικονίζονται υπερήφανοι Τούρκοι ανάµεσά σε πτώµατα, ανθρώπινα µέλη η κεφάλια (και δυστυχώς για τους προδότες ανθέλληνες, υπάρχουν πάρα πολλές) και οι εν ζωή µάρτυρες, θα νόµιζε κανείς ότι πρόκειται για ψέµατα κάποιας νοσηρής και ψυχασθενούς φαντασίας.
Και πάντα όταν άκουγα τους γνωστούς ταγούς παραποίησης της ιστορίας µας να µιλούν για συνωστισµό και παρεξηγήσεις, κοιτούσα τη γιαγιά µας και ήταν για µένα η ζωντανή απόδειξη που βροντοφώναζε σε όλους αυτούς τους ανόητους ανθέλληνες το πόσο ψεύτες είναι. Ήταν στιγµές που µού ερχόταν να την πάω µπροστά τους και να τους πω: «ορίστε, πείτε και σε αυτήν ότι αυτό που έγινε στην προκυµαία δεν ήταν παρά ένας µεγάλος συνωστισµός µέ κάποια µικροατυχήµατα. Πείτε της πως ο βίαιος κι ανηλεής ξεριζωµός ήταν µόνο ένα ταξίδι των Ελλήνων προς την Ελλάδα, την οποία είχαν απλά πεθυµήσει. Εξηγήστε και λύστε την µόνιµη απορία της, γιατί από πλούσια κι ευτυχισµένη βρέθηκε µέσα σε µία νύχτα µιά δυστυχισµένη πεινασµένη ζητιάνα;» Τι ανόητοι και πόσο προδοτικά ανιστόρητοι…! Ίσως θα πρέπει να περάσουν τα ίδια για να καταλάβουν τον πόνο της αλήθειας.
Όπως είπα λοιπόν, οι διηγήσεις της γιαγιάς ήταν ολοζώντανες, γεµάτες θλίψη και πίκρα. Στο πρόσωπό της έβλεπα όλους τους Μικρασιάτες και όταν µάς µιλούσε ήταν σα να άκουγα όλους εκείνους τους δύστυχους Ρωµιούς να µού λένε τον πόνο τους και το παράπονό τους. Ήταν σαν να έδιναν όλοι την µαρτυρία τους.
Δυστυχώς όµως, η γιαγιά µας δεν θα ξαναµιλήσει πια για την αγαπηµένη της πατρίδα. Ούτε για τα αγαπηµένα της πρόσωπα που άφησε πίσω πριν από 91 χρόνια. Στις 19 Μαΐου 2013, ανήµερα της µνήµης της γενοκτονίας των Ποντίων, έφυγε για τον ουρανό. Η εκατόχρονη και γεµάτη βάσανα πορεία της ζωής της τελείωσε, δίνοντάς της πια την ανακούφιση της ξεκούρασης αλλά και την χαρά της συνάντησής της µέ τα αγαπηµένα της πρόσωπα, που τόσο άδικα κι απάνθρωπα είχαν χαθεί! Και ποιός µπορεί να φανταστεί το πόσο πολύ της είχαν λείψει.
Έφυγε και ο τελευταίος µάρτυρας του διωγµού της οικογενείας µας, όπως έχουν φύγει τόσοι και τόσοι άλλοι. Και η θέση τους µένει άδεια, κενή, χωρίς άξιο αντικαταστάτη. Χωρίς κάποιον να φωνάζει και να µαρτυρεί µέ παρρησία την αλήθεια. Χωρίς κάποιον να εµπνέει Ελλάδα, ήθος, τιµή, υποµονή και πάνω απ’ όλα πίστη στο θέληµα του Θεού, όχι µοιρολατρικά αλλά µέ αγάπη κι εµπιστοσύνη.
Στο τάφο της υπάρχει η φωτογραφία της αγαπηµένης της πατρίδας και δύο λέξεις για να µαρτυρούν, σε όποιον περνάει από εκεί, ότι ήταν από το Κουκλουτζά! Ότι αυτή η γυναίκα ήταν εκεί και έζησε την φρικτή αλήθεια! Τον απάνθρωπο ξεριζωµό.
Την ευχή της να έχουµε.
Αναστάσιος Μυρίλλας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεύχος 141