Ο Σάββας ο πνευματικός: Ο προσκυνητής -Χαρές και θλίψεις της Σιών
2 Σεπτεμβρίου 2014
Τά πάθη καί ή Άνάστασις τού Κυρίου άποτελούσαν καθημερινό έντρύφημα τού παπα-Σάββα. Προσφιλέστεροι γι’ αυτόν τόποι από τόν Γολγοθά καί τόν Πανάγιο Τάφο δέν υπήρχαν. «Ω καί νά τόν άξίωνε ο Θεός νά έφθανε ώς έκεί ταπεινός προσκυνητής! Θά ήταν καί μία σημαντική ψυχική ξεκούρασι από τήν κόπωσι τού πελωρίου εξομολογητικού του έργου.
Δ΄
Τά πράγματα τού ήρθαν ευνοϊκά γιά τό προσκύνημα
στους Αγίους Τόπους. «Ετσι καί ο βαθύς του πόθος έπληρώθηκε, αλλά καί οί εκεί Όρθόδοξοι εύφράνθηκαν μέ τήν παρουσία τού όνομαστού Άγιορείτου Πνευματικού. Στις δύσκολες ήμέρες πού διέρχονταν είχαν ανάγκη από παρόμοιες επισκέψεις.
Ο ερχομός του στήν άγία πόλι Ιερουσαλήμ χρονολογείται στό 1889. Οί πρώτες του έπαφές μέ τούς Όρθοδόξους τόν κατατόπισαν στήν έπικρατούσα κατάστασι. Καί τού προξένησαν όχι μικρή θλΐψι. Ή Ιερουσαλήμ! Πόλις μέ πολλή άγιότητα καί ευφροσύνη, άλλά καί πολλή άμαρτωλότητα καί όδύνη.
Από έξαετίας έπατριάρχευε ο έκ Κυζίκου Νικόδημος. Στό πρόσωπο του εύρισκες πολλές άρετές. Ήθικώτατος, εύθύτατος, δικαιότατος, μεγαλόδωρος. Ακόμη καί μεγαλοπρεπής και δραστήριος καί επιδέξιος στήν διοίκησι. Οί καιροί όμως ήταν χαλεποί. Πριν από μερικά χρόνια είχε ταραχθή τό σκάφος τής Όρθοδοξίας μέ τό βουλγαρικό σχίσμα. Τώρα αναστάτωνε τις συνειδήσεις τών Αράβων Όρθοδόξων τό λεγόμενο Άραβικό ζήτημα» καί ή «Παλαιστίνειος Εταιρεία» άνέπτυσσε μεταξύ τους έκτακτη δραστηριότητα. Τά πικρά αυτά ποτήρια τά παρεσκεύαζαν οί πράκτορες τού πανσλαβισμού.
Ο Πατριάρχης, πού άλλοτε είχε διατελέσει «Εξαρχος τού Παναγίου Τάφου στήν Μόσχα, κατηγορείτο γιά φιλορρωσισμό. Τά οικονομικά έπίσης τού Πατριαρχείου διέρχονταν κρίσι. Ή δέ Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού ετέθη γιά δεύτερη φορά σέ άργία. Ώς χαρακτηριστικό δείγμα τής ήλεκτρισμένης άτμόσφαιρας καί τής συγχύσεως άναφέρουμε τούτο: Τό προηγούμενο έτος (Μάρτιος 1888) ο Πατριάρχης, αν δέν άστοχούσαν τέσσερες πυροβολισμοί από κάποιον Γαλακτίωνα, θά έπεφτε θύμα δολοφονίας.
Στήν κατάστασι αύτή τής θλίψεως τών Ελλήνων Όρθοδόξων, ή άφιξις τού πνευματοφόρου Πνευματικού ήταν πραγματική δασις. Πολλοί έμελλε νά νιώσουν κοντά του άνακούφισι. Ψυχές κουρασμένες και σκανδαλισμένες τόν αϊσθάνθηκαν σάν θεόσταλτο άγγελο παρηγορίας, «ώς δρόσον Άερμών». Άς δώσουμε όμως καλύτερα τόν λόγο σ’ ένα αυτόπτη, τόν π. Ιωακείμ Σπετσιέρη πού βρισκόταν τότε στήν Μονή τού Άγιου Σάββα.
«»Ετρεξαν προς αύτόν άρχιερείς, ιερείς, μοναχοί, μοναχαί καί πάσης τάξεως άνθρωποι καί έξωμολογούντο προς αύτόν. Ακολουθών δέ τό: «τόν έρχόμενον πρός με ού μή έκβάλω έξω» έδέχετο πάντας’ ελεγε δέ πρός με»
»—Έγώ ήλθον εις τά Ιεροσόλυμα νά προσκυνήσω καί ήσυχάσω ολίγον, και ιδού πάντες τρέχουσι πρός με τόν ταπεινόν.
»—»Εχουσιν άνάγκην πνευματικού, είπον αύτω.
»— Ναί, βλέπω καί έγώ, είπε μοι, τήν άνάγκην, αλλά μετ’ ολίγον θά άναχωρήσω!
»—Τώρα, είπον αύτω, εύρον τόν ΐατρόν καί θέλουν νά ίατρεύσουν τάς πληγάς αυτών καί άμα άναχωρήσης, ο πολυεύσπλαγχνος Θεός θά πέμψη έτερον, ίνα άναλάβη τήν θεραπείαν.
»Τήν στιγμήν έκείνην τό πρόσωπον του έλαμψεν έξ εύχαριστήσεως καί λέγει μοι:
»—»Οντως, τέκνον μου, ο Κύριος δέν άφίνει τό πλάσμα του έρμαιον τών ταλαιπωριών καί τής άπογοητεύσεως» (Απομνημονεύματα, Α’, σελ. 19).
Τό μυστήριον τής Έξομολογήσεως τό ένιωθε πιο έντονα ο Αγιορείτης Πνευματικός τώρα πού άξιώθηκε νά προσκυνήση τους τόπους, άπ’ όπου ξεπήγασε ή άπολύτρωσις.
Αλήθεια, τί ανομολόγητους συγκλονισμούς πού δοκίμασε πλησιάζοντας στόν αίματόβρεκτο Γολγοθά! Έκεί πού ή άνθρώπινη άμαρτία προσέφερε στόν ήγαπημένον του Κύριον τό πιό πικρό ποτήριο. Τά χείλη του μόλις κατώρθωσαν νά προφέρουν, «…τώΣταυρώ προσηλωθείς καί τη λόγχη κεντηθείς τήν άθανασίαν έπήγασας άνθρώποις, Σωτήρ ήμών δόξα Σοι».
Τί ουράνια πάλι αισθήματα κατέκλυσαν τήν καρδιά του καθώς προσκυνούσε τόν Ζωοδόχο Τάφο! Άπ’ εδώ ξεπρόβαλε ή νίκη κατά τών τριών άρχών τού κακού. Ή νίκη κατά τού διαβόλου, τής αμαρτίας καί τού θανάτου. Άπ’ εδώ άνέτειλε ένας καινούργιος κόσμος, πλημμυρισμένος μέ θεϊκό φώς, μέ τά αλληλούια τού πιο μεγάλου θριάμβου… «Ενα τμήμα από τόν κόσμο καί τήν άτμόσφαιρα τού Παναγίου Τάφου δέν άργησε νά τά μεταφέρη καί στήν άγιορείτικη άσκητική του παλαίστρα, άφιερώνοντας τό παρεκκλήσιο τής Καλύβης του στό δνομα τής Αναστάσεως τού Κυρίου.
«Σάββα θεόφρον…»
Ανάμεσα στις άγιες καί δοξασμένες μορφές τών Όσίων πρόβαλλε σάν άστέρι τού βορρά στήν ζωή τού παπα-Σάββα ο Όσιος Σάββας. Ήρωας καί καθηγητής τής έρήμου, έγκαλλώπισμα τών μοναχών καί φωστήρ τής οικουμένης, είχε καθιερωθή ώς ο πιο προσφιλής του Άγιος. Ήταν γι’ αυτόν ό,τι γιά τόν Δαβίδ ο «άδελφός Ίωνάθαν». Δέν τού χάρισε μόνο τό όνομά του. Τόν περιέβαλε καί μέ τήν ιδιαίτερη προστασία καί ευνοιά τον» πού δέν έπαυσε νά έκδηλώνεται μέχρι τέλους.
—Άγιέ μου Σάββα, έκραζε τώρα, δέξου με νοσταλγικό προσκυνητή στό ίερό σου φροντιστήριο, στήν έρημο πού τήν έξαγίασαν οί προσευχές σου και οί ίδρωτες σου.
Γιά νά φθάσης στήν περίφημη Λαύρα τού Αγίου Σάββα, ξεκινώντας από τήν Ιερουσαλήμ χρειάζεσαι τρείς ώρες. Βαδίζεις νοτιοανατολικά ακολουθώντας τήν κοιλάδα τού Ίωσαφάτ, πού αρχίζει από τήν Γεθσημανή καί καταλήγει στήν Νεκρά Θάλασσα. Ή πορεία γίνεται σέ απελπιστική έρημιά, σέ άτμόσφαιρα καυτερού άνέμου, κάτω από χάλκινο ουρανό. Πρόκειται πράγματι γιά «πύρινο χείμαρρο», ο όποιος έν τω μεταξύ μεταβάλλεται σέ βαθύτατο φαράγγι μέ νυψηλές καί απόκρημνες πλευρές.
Τό Μοναστήρι βρίσκεται ψηλά στήν δεξιά όχθη τής φάραγγος καί σέ γεμίζει θάμβος. Άγρια καί μεγαλοπρεπής φύσις, πελώρια καί παμπάλαια κτίσματα, πύργοι καί τείχη, άναρίθμητα σπήλαια καί άώκητήρια, οσμή ασφάλτου καί θείου, εύωδία θυμιάματος, κελαδήματα καί κωδωνοκρουσίες. Καί βασιλεύς στό απόκοσμο αύτό βασίλειο ο Ήγιασμένος Σάββας.
Πλησιάζοντας στήν ιερή αύτή περιοχή νιώθεις τήν ,άνάγκη νά άναφωνήσης μαζί μέ τόν υμνογράφο: «Σάββα θεόφρον, τών άγγέλων ισοστάσιε…, ο πολιστής τής έρήμου…, Πνεύματος Αγίου τό καθαρόν δοχείον…».
Οί Σαββαΐτες Πατέρες, οί ήρωες αύτοί τής στρατευομένης Εκκλησίας, τόν υποδέχθηκαν μέ άγαλλίασι.
— Εύλογεϊτε, Άγιε Πνευματικέ. Καλώς ήρθατε στόν Άγιο. Καλώς μας φέρνετε τήν εύλογία τού Άθω.
Δύο ήμέρες έμεινε στό Μοναστήρι. Τί νά προλάβη νά γνωρίση, νά θαυμάση, νά άπολαύση; Καί πώς νά άρνηθή τήν προσφορά τής άγάπης;
—Άγιε Πνευματικέ, τού είπε ο Ηγούμενος, οί
Πατέρες θέλουν νά έξομολογηθούν. Μή μάς στερήσετε τήν χάρχ αυτή.
Καί οί έξήντα Πατέρες τής Μονής εξομολογήθηκαν καί δροσίσθηκαν κάτω από τό πετραχήλι του θεοφόρου Πνευματικού.
«Οσος χρόνος άπέμεινε χρησιμοποιήθηκε στήν γνωριμία τής Λαύρας. «Οσα έβλεπε καί άκουγε στήν ξενάγησι τόν γέμιζαν βαθύτατη συγκίνησι. Άπ’ εδώ ο τάφος τού Αγίου. Άπ’ έκεϊ τό κελλί τού Χρυσορρόα Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού. Έδώ τά λείψανα τών άββάδων τών σφαγιασθέντων από τούς Σαρακηνούς. Πλημμύρισε ο τόπος από τις άρρητες εύωδίες τών άγίων λειψάνων. Τί εύωδιαστά κρίνα φύτεψε ο θεός σ’ αύτούς τούς βράχους!
Στόν περικαλλή Ναό τού Ευαγγελισμού ή θαυμασία άρχαιοτάτη εικόνα τού Όσίου. Από πάνω, δεσπότης αγέρωχος, ο πύργος τού Ίουστινιανού. Κάτω στό βάθος τής φάραγγος τό άγιασμα τού Όσίου, τό ύδωρ πού άνέβλυσε από τήν πέτρα. Βορειότερα τό κελλί τής μητέρας του. Επίσης ο φοίνικας πού φυτεύθηκε από τόν ίδιο. Νοτιώτερα τό σπήλαιο τού μεγάλου καί θαυμαστού Ιωάννου τού Ήσυχαστού (6ος αιών).
Ή μεγάλη άπουσία ήταν τό σκήνωμα τού Αγίου πού άφθαρτο καί άδιαλώβητο βρισκόταν στήν μακρινή Βενετία. Είθε νά έπανερχόταν στήν μάνδρα του! Καί άς εχη δόξα ο Θεός πού ή εύχή αύτή στις ή μέρες μας (30 Όκτωβρίου 1965) βρήκε τήν έκπλήρωσί της.
Τά πτηνά τής έρήμου
Μεγάλος παρηγορητής τών πιστών δούλων του ο
Θεός διαθέτει πολλούς και ποικίλους τρόπους παραμυθίας. Και στόν ξηρό καί καυτερό αυτό τόπο δέν παρέλειψε ή πρόνοιά Του νά προσφέρη ένα πρωτότυπο τρόπο ψυχαγωγίας, κάποιους άξιοθαύμαστους πτερωτούς φίλους.
Ο παπα-Σάββας έκανε τό προσκύνημά του κατά πάσαν πιθανότητα, τέλη τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καί τότε δέν απουσίαζε κανείς από τούς θεόσταλτους παρηγορητάς. Κάθε χρόνο από τόν Σεπτέμβριο μέχρι τόν Απρίλιο μπορεί ο καθένας νά ζήση τήν πρωτοφανή καί άπροσδόκητη έκπληξι. Καί δέν είναι ή μοναδική, γιατί πολλά παράδοξα συναντά κανείς στήν ιερή αύτή περιοχή τής γής, στά όποια δέν μπορούμε τώρα νά έπεκταθούμε. Ποιά είναι λοιπόν τά πτηνά αυτά τής έρήμου πού έχουν ώς διακόνημά τους νά διασκεδάζουν τήν έρημική ζωή τών μοναχών;
Πάνω από διακόσια άγρια πουλιά, μέ ράμφος κιτρινωπό, ο’μοια μέ κοτσύφια, συζούν τούς μήνες αυτούς μέ τούς μοναχούς, λές καί γράφονται στό μοναχολόγιο τής Μονής. Μόλις βρουν άνοιχτό παράθυρο ορμούν στά κελλιά τών Πατέρων καί σκορπίζουν τήν χαρά. Τό πρωΐ, όταν έκείνοι παίρνουν τόν καφφέ τους, έρχονται καί τυλίγονται στά ράσα τους καί στά πόδια τους ζητώντας ψύχουλα. Μόλις τά φωνάξη κάποιος μοναχός κάθονται στό κεφάλι του καί στούς ώμους του καί μέ άσυνήθιστο θάρρος τσιμπούν από τήν παλάμη του τό ψωμ,ί ή τις σταφίδες.
Ποτέ όμως δέν πλησιάζουν σέ κοσμικό άνθρωπο. Ού’τε σέ ξένο μοναχό ή κληρικό, παρά μόνο στούς Πατέρες τής Λαύρας. Φαίνεται όμως πώς δέν είναι άδιάκριτα. Άν άντιληφθούν κάποιον πολύ ευλαβή μοναχό, έστω καί ξένο, τόν περιβάλλουν μέ τήν εύνοιά τους. Καί μάλιστα άν είναι τής περιωπής ένός παπα-Σάββα!
Ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος πού τό 1924, στις 28
Απριλίου, βρέθηκε στήν Λαύρα τού Αγίου Σάββα, αναφέρει τά έξής:
«…Τήν στιγμήν όμως έκείνην, καθ’ ην ήτοιμάσθην νά πίω τόν προσφερθέντα μοι καφφέ, 7-8 πτηνά έρχονται έξαίφνης και καθήσαντα άλλα έπί τών ώμων μου καί άλλα εις τάς χεϊράς μου καί άλλα πλησίον μου εν κύκλφ, ήρχισαν νά φωνάζουν καί νά κελαδούν. Έγώ προς στιγμήν έταράχθην διά τό αίφνίδιον, άλλ’ εύθύς συνήλθον οί δέ Πατέρες θαυμάζοντες καί έκεϊνοι (διότι ήλθον όλα προς έμέ) καί μειδιώντες, μοί λέγουν τά πτηνό πού έπεθύμεις νά ΐδης ήλθον. Έγώ δέ πεπλησμένος θάμβους καί χαρας, κρατών τεμάχιον άρτου εις τάς χείρας διά τόν καφφέ, τό προσέφερα μέ τάς χεϊράς μου εις τά πτηνά» κατόπιν μοί έφερον οί Πατέρες καί σύκα, τά όποια έκοψα εις μικρά τεμάχια καί τά προσέφερα. Εκείνα δέ τά ευλογημένα τά έλαβον από τήν παλάμην καί χείράς μου» καί άφού τά κατεβρόχθισαν όλα, μέ φωνάς ευχαριστήριους, γλυκύτατα κελαδήματα, έπέταξαν εις τόν άέρα καί άπήλθον»([†]).
Άλλά καί οί μοναχοί τί άλλο είναι παρά πτηνά τής έρήμου καλλικέλαδα. Όσο περισσότερο άγιάζονται, τόσο τά κελαδήματά τους γίνονται μελωδικώτερα. Ανάμεσα στά έμψυχα αύτά πτηνά, ξεχώριζαν τότε τρεις όσιοι Πατέρες, πού κοντά τους ο παπα-Σάββας ένιωσε μεγάλη πνευματική άνάπαυσι.
Ο σεβάσμιος 75ετής γέρων Βαρνάβας, από τήν Μάδυτο. Έπειτα από άσκητικούς άγώνες στόν Άθω καί στήν έρημο τού Ίορδάνου εφησύχαζε τώρα εδώ. Στό πρόσωπο του άναζούσαν ιερές μορφές άρχαίων άναχωρητών([‡]).
Ο Πελοποννήσιος π. Καλλίστρατος, σπουδαίος εργάτης τής αρετής, όσιος καί διορατικός. Στό παρελθόν είχε επί τρία έτη — περισσότερα δέν τόν άφησε ο Πατριάρχης — άσκητικά παλαίσματα στήν σπηλιά ένός φοβερού γκρεμού, κάτω από τό Νεβώ, τό όρος όπου ένταφιάσθηκε ο Μωυσής. Οί άραβόφωνοι Όρθόδοξοι τής κωμοπόλεως Κοράκιον τού κατέβαζαν μέ σχοινί νερό καί ψωμί, ενώ αυτός ώς άντάλλαγμα τούς έρραβε διάφορα ρούχα, γιατί γνώριζε τήν ραπτική. Από τά χείλη του καί τόν νού του δέν έλειπε ποτέ τό θείο μελώδημα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησόν με».
Ο Κερκυραίος Ιερομόναχος π. Γερμανός, ήλικίας 50 έτών. Άπλούς, άκακος, άπονήρευτος, μειλίχιος, ταπεινός καί τύπος άληθινού μοναχού». Όταν λειτουργούσε τόν άφήρπαζε ή θεία χάρις καί τό πρόσωπο του γινόταν άγγελοπρεπές. Καί συνήθιζε νά έπαναλαμβάνη: «Έάν έγνωρίζομεν οποίαν δόξαν καί πνευματικήν εύφροσύνην παρέχει εις ήμας ή Κοινωνία τών θείων Μυστηρίων, τά πάντα θά έθυσιάζομεν καί αυτήν τήν ζωήν ήμών, όπως άξίως κοινωνήσωμεν».
Προσκύνημα στόν Ιορδάνη
Τό πρόγραμμα προέβλεπε καί έπίσκεψι στόν ιερό ποταμό. Προσκύνημα στόν τόπο, όπου «ή τής Τριάδος έφανερώθη προσκύνησις».
Γιά νά φθάση κανείς στό σημείο τής Βαπτίσεως άπαιτείται κοπιαστική πορεία, όταν μάλιστα δέν ύπάρχουν μεταφορικά μέσα σάν τά σημερινά. Ξεκινώντας από τήν Ιερουσαλήμ καί προχωρώντας ανατολικά καί λίγο βόρεια στό ύψος τής «Ίεριχούς, χρειάζεσαι πέντε μέ έξι ώρες. Επίπονη όδοιπορία μέσα από απότομες φάραγγες καί χειμάρρους. Αύτό όμως δέν τό ύπελόγιζαν οί ευλαβείς •προσκυνηταί.
Τό Μοναστήρι τού Αγίου Γερασίμου, τού μεγάλου αύτού άσκητού πού εξημέρωνε τά θηρία τής έρήμου, απετέλεσε εύχάριστο σταθμό στούς κουρασμένους οδοιπόρους. Πλησιάζοντας τέλος στόν ίερό τόπο ο Ηγούμενος τής Λαύρας τού Αγίου Σάββα Άνθιμος, πού μέ μερικούς άλλους Πατέρες συνώδευαν τόν Αγιορείτη Πνευματικό, έξηγούσε τί ήταν τά έρειπωμένα κτήρια πού έβλεπαν δίπλα τους.
— Πρόκειται, Άγιε Πνευματικέ, γιά τό πανάρχαιο Μοναστήρι τού Τιμίου Προδρόμου, χτισμένο από τήν Αγία Ελένη καί προικοδοτημένο από τόν Ιουστινιανό. Εύχηθήτε νά μπορέσουμε νά τό άνακαινίσουμε.
—Άς δώση ο Τίμιος Πρόδρομος.
Δόξα τφ Θεώ τά τελευταία χρόνια άνακαινίσθηκε από τό Πατριαρχείο καί σήμερα λειτουργεί καί δίνει λίγη χαρά καί άνακούφισι στούς προσκυνητάς.
Σέ απόστασι πέντε λεπτών από τό έρειπωμένο Μοναστήρι άκουγόταν ή βοή τού Ίορδάνου.
«Ενα ρίγος κατέλαβε τήν ψυχή τού παπα-Σάββα.
Αξιώθηκε νά ζήση έστωκαί γιάλίγο στό Μοναστήρι τού προστάτου του Άγίου Σάββα. Τώρα βρισκόταν στά ένδιαιτήματα τού μεγάλου καί μοναδικού άσκητού καί προστάτου όλων τών μοναχών, τού Τιμίου Προδρόμου. Νόμιζε πώς κάπου θά συναντήση τήν έξαύλωμένη του μορφή μέ τό πύρινο προφητικό της βλέμμα. Άθελά του έψέλλιζε μέ χείλη τρεμάμενα από συγκίνησι:
—Τίμιε Πρόδρομε, μή διαλίπης πρεσβεύειν υπέρ ήμών.
Από τόν νού του περνούσαν ολοζώντανες οί άφηγήσεις τών Ευαγγελιστών: «Τότε έξεπορεύετο πρός αύτόν Ιεροσόλυμα καί πάσα Ιουδαία καί πάσα ή περίχωρος τού Ίορδάνου καί έβαπτίζοντο έν τώ Ιορδάνη ύπ’ αυτού έξομολογούμενοι τάς άμαρτίας αύτών» (Ματθ., γ’, 5-6).
Ο τόπος έδώ είναι ίερώτατος. Έδώ ύπήρχε προφητικός άμβων. Έδώ προετοιμαζόταν ή όδός τού Κυρίου. Έδώ ήταν στημένο ίερό έξομολογητήριο ιερουργείτο ή άφεσις τών άμαρτιών. Έδώ λειτουργούσε «λουτρόν παλιγγενεσίας». Έδώ κάποτε άσημος άνάμεσα σέ άσήμους έφερε τά βήματά του ο Υίός τού Θεού «καί έβαπτίσθη υπό Ιωάννου είς τόν Ίορδάνην».
«Οταν άργότερα ο παπα-Σάββας, πιασμένος από ένα κλαδί ιτιάς γιά νά μή τόν παρασύρη τό ορμητικό ρεύμα, έπαιρνε στόν ποταμό τό καθιερωμένο βάπτισμα, ένιωθε κάτι σάν λάμψι περιστεριού καί σάν φωνή βροντής. Ήταν σάν νά άκουγε: «Οδτός έστιν ο υίός μου ο άγαπητός, έν φ ευδόκησα»… Ακράτητοι παλμοί προσευχής άνέβαιναν τήν ώρα έκείνη από τά στήθη του πρός τήν ύπέρθεο Τριάδα, τής όποιας ή προσκύνησις έφανερώθη στόν άγιο αύτό τόπο.
Αύτή ή περιοχή γύρω από τόν Ιορδάνη λές καί πλάσθηκε μόνο γιά προσευχή. Ποτέ δέν έλειψαν οί προσευχόμενοι διάδοχοι τού Προδρόμου, έκλεκτές καί άγιες μορφές έρημιτών. Τί χαρά πού θά ένιωθε ο παπα-Σάββας, αν μάθαινε πώς στήν άντίπερα έρημο, άνάμεσα στό άχανές δάσος των βάτων και των καλαμιών, άσκήτευε τον καιρό αύτό, εδώ και πέντε χρόνια, χωρίς κανείς νά τό γνωρίζη, και μύρωνε τήν άτμόσφαιρα με τις αδιάλειπτες προσευχές της, μία ήρωϊκή μορφή, ή έρημΐτις Φωτεινή([§]).
Μαζί μέ τις τόσες πνευματικές ευλογίες παρουσιάσθηκαν εν συνεχεία και οί υλικές. Έπιθυμούσε ο γέρων Πνευματικός νά γευθή τά ψάρια τού Ιορδάνη πού είναι κατ’ έξοχήν ίχθυοτρόφος ποταμός. Τό ψάρεμα δέν πήγε άκαρπο. Έπιασαν άρκετά, τά γευθήκανε και ένιωσαν πλουσία τήν «εύλογίαν του Ίορδάνου».
Έτσι «ο πνευματικός Σάββας έμεινε τά μάλα ευχαριστημένος. Προσκυνήσαντες δε, κλίναντες τό γόνυ εις τόν ούράνιον Πατέρα και εύλογήσαντες τό πανάγιον αύτού όνομα, έπεστρέψαμεν εις τήν Μονήν, έκείθεν δέ έπορεύθη αδθις εις τήν Ιερουσαλήμ» (Σπετσιέρης).
Τέλος μέ τήν ευχή τού Μακαριωτάτου Νικοδήμου άνεχώρησε για τό Περιβόλι της Παναγίας. Δέν είχε τήν θλϊψι τοΟ Ίσραηλίτου ίεραποδημητού πού από τήν Ιερουσαλήμ επιστρέφει στον τόπο της παροικίας του. Στό παρεκκλήσιο της Καλύβης του, στήν Αγία Τράπεζα, τόν περίμενε τό φως και ή δόξα της νέας Ιερουσαλήμ, πλαισιωμένα μέ όσιακές προσευχές και μέ τις θεομητορικές ευλογίες τής Θεοτόκου, της Κυρίας τού «Ορους.
Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ (+) Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές
Σάββας ο πνευματικός -Έκδοσις Η΄
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ Α ΤΤΙΚΗΣ 1995