Ετήσιο Μνημόσυνο Μητροπολίτου Ελασσώνος κυρού Βασιλείου
16 Μαΐου 2015
Πέρασε κιόλας ένας ολόκληρος χρόνος, που η θλιβερή είδηση του πρόωρου θανάτου του Σεβ. Μητροπολίτου Ελασσώνος κυρού Βασιλείου ενέπλησε θλίψη τις καρδιές όχι μόνο των κατοίκων της επαρχίας του, αλλά και όλων εκείνων που τον γνώρισαν, τους εγγύς και τους μακράν, στα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, τη Λάρισα, το ΄Αγιον ΄Ορος και αλλού.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης, μετά από δοκιμασία ενός και πλέον έτους επώδυνης ασθένειας, την οποία υπέμεινε με Ιώβεια υπομονή και καρτερία, πορεύθη την μακαρίαν οδόν,και αναπαύεται από των κόπων αυτού.
Ο μακαριστός ιεράρχης κυρός Βασίλειος (Κολόκας) είχε γεννηθεί το 1953 στο Νησάκι των Ιωαννίνων. Ήταν απόφοιτος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και σπούδασε θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στην Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου εμόνασε κατά τα έτη 1970-72. Χειροτονήθηκε Διάκονος το 1975 και Πρεσβύτερος το 1979. Διετέλεσε εφημέριος και προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Θεράποντος Κ. Τούμπας, καθώς επίσης και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος το 1995. Μετά την εγκατάστασή του αναδιοργάνωσε τη διοίκηση της Μητροπόλεως, ανακαίνισε το Μητροπολιτικό Οίκο καθώς και το Πνευματικό Κέντρο και μερίμνησε για την ανακαίνιση και επάνδρωση των ιστορικών Μονών της επαρχίας. Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε η ενορία και ο Ι. Ναός του Αγίου Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Ελασσώνος και έγινε η επίσημη αγιοκατάταξη καθώς και η μεταφορά των Αγίων Λειψάνων του από τη Μόσχα της Ρωσίας.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο διάδοχός του, Σεβ. Μητροπολίτης κ. Χαρίτων, κατά τον Επικήδειο λόγο του, το έργο που άφησε πίσω του υπήρξε λαμπρό και σπουδαίο. Αναδιοργάνωσε πλήρως την Ιερά Μητρόπολη. ΄Εκτισε, αναστήλωσε και ανακαίνισε ναούς. Ανέδειξε τα χριστιανικά μνημεία της περιοχής και στελέχωσε με ευλογημένες αδελφότητες τα μοναστήρια. ΄Ελεγε χαρακτηριστικά, όταν φρόντιζε για την ανόρθωση των παραμελημένων ιερών μονών: «Ας κάνουμε εμείς φωλιές και τα πουλιά θα έλθουν!». Και το θαύμα συντελούνταν, τα πουλιά όντως έρχονταν και εύρισκαν ανάπαυση στη σκέπη του επισκόπου Βασιλείου. Τα μοναστήρια της επαρχίας του έγιναν πνευματικοί πνεύμονες, εύδια λιμάνια και φωτεινοί φάροι. Φιλομόναχος, ασκητικός και εγκρατής, ζούσε ως καλόγερος. Αγαπούσε το ΄Αγιον ΄Ορος και με πνευματική χαρά συμμετείχε συχνά στις αγιορείτικες αγρυπνίες φθάνοντας ως την κορυφή του ΄Αθωνα.
Στο διάστημα των είκοσι περίπου ετών της θεοφιλούς ποιμαντορίας του «δεν έδωκεν ύπνον τοις οφθαλμοίς του και τοις βλεφάροις του νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις του». Εργαζόμενος νύκτα και ημέρα φρόντιζε να μη γίνεται βάρος σε κανέναν, «προς το μη επιβαρήσαι τινα ημών» ή «ίνα μη εγκοπήν τινα δώση τω Ευαγγελίω του Χριστού».
Υπήρξε φιλόθεος, φιλόχριστος, φιλακόλουθος αλλά φίλος των αγίων της Εκκλησίας μας. Ιδιαίτερα του οφείλουμε χάριτες, διότι έκανε γνωστό και ανέδειξε τον ΄Αγιο Αρσένιο Ελασσώνος, φροντίζοντας για την ανακομιδή και επαναφορά των τιμίων λειψάνων του αλλά και την ανέγερση προς τιμήν του ιερού ναού. Εγέννησε δια του Ευαγγελίου και της χάριτος του Τελεταρχικού Πνεύματος νέους αξίους κληρικούς, ενώ παράλληλα κοπίασε για την πνευματική ανύψωση του ποιμνίου του. Συχνά καλούσε ειδικούς ομιλητές, αγιορείτες πατέρες, καθηγητές Πανεπιστημίου τόσο για την επιμόρφωση του κλήρου όσο και την στήριξη του δοκιμαζόμενου λαού, της νεολαίας και του θεσμού της οικογένειας.
Ευθύς και προσηνής, αυθεντικός και ακέραιος, αποφασιστικός και δημιουργικός, αθόρυβος αλλά αποτελεσματικός, έντιμος και δίκαιος, απλούς και αρχοντικός, αποτελούσε για όλους παράδειγμα προς μίμηση. Διέθετε γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, σεβόμενος βαθιά το σεπτό Κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διακονώντας παράλληλα με πλήρη αφοσίωση την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Βασιλείου Επισκόπου αιωνία η μνήμη!