Θεία Ευχαριστία: Ερωτήσεις και αποκρίσεις δια των Ι. Κανόνων
2 Ιουλίου 2015
Θεία Ευχαριστία
Ερωτήσεις και αποκρίσεις δια των Ι. Κανόνων
Ωστόσο, γεννώνται μερικές φορές διάφορα ερωτήματα, τα οποία σχετίζονται με τη λατρευτική ζωή. Η Εκκλησία στα ποικίλα αυτά ερωτήματα δεν μένει βέβαια απαθής. Άπαντα στηριζόμενη στη ζώσα θεολογία της, στην Ιερά Παράδοση και στους ιερούς Κανόνες της. Μερικά απ’ αυτά τα ερωτήματα παρουσιάζουμε στις παρακάτω γραμμές, δίνοντας συγχρόνως και τις δέουσες αποκρίσεις.
Στο «ζέον» μάλιστα αναφέρεται ο 13ος κανών του αγίου Νικηφόρου του Ομολογητού, ο οποίος ορίζει τα εξής: «Ου χρη άνεν θερμού λειτουργησαι πρεσβύτερον, ει μη κατά πολλήν περίστασιν και ει ουδαμώς ευρίσκεται θερμόν». Δηλούται ότι το ζέον ύδωρ χρησιμοποιείται κατά την Θ. Ευχαριστίαν και, ως ερμηνεύουν οι θεοφόροι Πατέρες, συμβολίζει «την κάθοδον τον Αγίου Πνεύματος επί την Εκκλησίαν». Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας γράφει: «Το μεν γάρ ύδωρ, τούτο αυτό τε ύδωρ ον και πυρός μετέχον, το Πνεύμα σημαίνει το άγιον, ο και ύδωρ λέγεται και ως πυρ εφάνη τότε τοις τού Χριστού μαθηταίς εμπεσόν. Ο δε καιρός ούτος τον καιρόν εκείνον σημαίνει. Τότε μέν γαρ κατήλθε μετά το πληρωθήναι τα κατά Χριστόν άπαντα, νυν δε τελειωθέντων των δώρων το ύδωρ επεισάγεται τούτο»(Εις την Θ. Λειτουργίαν, κεφ. ΛΗ’, 4).
Πρωτίστως οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας ορίζουν περί του θεσμού της νηστείας σε αναφορά με το άγιον Πάθος του Κυρίου. Ο 69ος Αποστολικός κανών είναι η βάση. Διακελεύει τα εξής: «Ει τις επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή υποδιάκονος ή αναγνώστης ή ψάλτης την αγίαν Τεσσαρακοστήν του Πάσχα ου νηστεύει ή τετράδα ή παρασκενήν, καθαιρείσθω, εκτός ει μη δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο, ει δε λαϊκός είη αφοριζέσθω». Φυσικά εκτός από τις αρχαιότατες αυτές ημέρες νηστειών Μεγ. Τεσσαρακοστής και Τετάρτης και Παρασκευής, υπάρχουν και οι άλλες γνωστές ημέρες νηστείας, Χριστουγέννων, Δεκαπενταύγουστου, αγίων Αποστόλων, παραμονής Θεοφανείων, Υψώσεως Τιμίου Σταύρου, Απότομης της κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου του Βαπτιστού και άλλες. Ειδικότερα για το θέμα της νηστείας προ της Θ. Κοινωνίας οι ιεροί κανόνες δεν προβλέπουν κάποια ειδική νηστεία. Εννοείται βέβαια ότι ο πιστός ο οποίος προσέρχεται στη Θ. Κοινωνία τηρεί τις καθιερωμένες από την Εκκλησία νηστείες αλλά και τυχόν νηστεία που έχει επιβάλει ο πνευματικός πατέρας ως επιτίμιο. Υπάρχει ακόμη και ο 29ος κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ορίζει ότι οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, οφείλουν να προσέρχονται στη θεία Ευχαριστία νηστικοί.
Είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής ότι και οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας ομιλούν για τη συχνή Θεία Κοινωνία. Ο 9ος Αποστολικός κανών ορίζει τα εξής:«Πάντας τους εισιόντας πιστούς, και των γραφών ακούοντας, μη παραμένοντας δε τη προσευχή και τη αγία μεταλήψει, ως αταξίαν εμποιούντας τη εκκλησία αφορίζεσθαι χρή». Δηλαδή, όλοι οι πιστοί που προσέρχονται στην Εκκλησία όταν τελείται η Θεία Λειτουργία και ακούνε τις Γραφές, αλλά δεν παραμένουν στην ώρα της προσευχής και της αγίας Μεταλήψεως, επειδή προκαλούν αταξία στην Εκκλησία, πρέπει να αφορίζονται.
Συναφής είναι και ο 2ος κανών της Συνόδου της Αντιοχείας, ο οποίος λέγει τα εξής: «Πάντας τους εισιόντας εις την εκκλησίαν και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ, ή αποστρεφομένους την αγίαν μετάληψιν της ευχαριστίας κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετανοίας και παρακαλέσαντες, τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης…». Εξηγεί μάλιστα οΖωναράς την έννοια της αποστροφής, που αναφέρει ο κανών, λέγοντας -ότι οι Πατέρες της Συνόδου αυτής «αποστροφήν… ου το μισείν την Θείαν μετάληψιν ωνόμασαν, και διά τούτο μη ανέχεσθαι της κοινωνίας, αλλά το αποφεύγειν αυτήν, δι’ ευλάβειαν τάχα, και οίον διά ταπεινοφροσύνης». Διαφορετικά, εάν είχαμε περίπτωση μίσους ή βδελυγμίας, τότε θα είχαμε την καταδίκη τους με τον μέγα αφορισμό.
Ο ιερεύς προ της Θ. Κοινωνίας ενώπιον της Αγίας Τραπέζης με συντριβήν καρδίας, ταπείνωσιν, ευλάβειαν και φόβον Θεού, συλλογιζόμενος την αναίμακτον θυσίαν του Χριστού, αναγιγνώσκει ή ακούει τις ευχές προ της Θ. Μεταλήψεως. Ακολούθως, αφού ζητήσει συγχώρησιν παρά των άλλων ιερέων, του διακόνου και του λαού, λέγει τα λόγια: «Ιδού προσέρχομαι Χριστώ τω αθανάτω βασιλεί και Θεώ ημών. Μεταδίδοταί μοι…». Έπειτα λαμβάνει μικράν μερίδα εκ του Αγίου Άρτου από το τμήμα εκείνο που φέρει τον χαρακτήρα XΣ και μεταλαμβάνει. Ακολούθως, αφού λάβει το Άγιον Ποτήριον μαζί με το μάκτρον και ειπεί: «Έτι μεταδίδοταί μοι…», μεταλαμβάνει Αίμα Χριστού, αποσπογγίζει με το μάκτρον τα ίδια χείλη του και το Αγ. Ποτήριον και αφού το ασπασθεί το εναποθέτει μετ’ ευλάβειας στην Αγία Τράπεζα λέγων, «τούτο ήψατο των χειλέων μου και αφελεί τας ανομίας μου και τας αμαρτίας μου περικαθαριεί». Μετά τον ιερέα μεταλαμβάνει ο διάκονος, τον οποίον κοινωνεί ο ιερεύς. Ο Αρχιερεύς μεταλαμβάνει μόνος του και πρώτος. Οι ιερείς μεταλαμβάνουν ο καθένας κατά την τάξιν και τον βαθμόν τους. Εάν τελείται Αρχιερατική Θ. Λειτουργία, όλοι οι ιερείς και ο διάκονος κοινωνούν από τον Αρχιερέα.
Όσον αφορά τους κληρικούς οι οποίοι δεν λειτούργησαν και επιθυμούν να κοινωνήσουν, τότε περίπου μετά το «Πάτερ ημών» φορούν τα διακριτικά του βαθμού τους, συμμετέχουν στις προπαρασκευαστικές ευχές του λειτουργού ιερέως και κοινωνούν κατά τάξιν μετά τον λειτουργούντα ιερέα, οιονδήποτε οφφίκιο κι αν φέρουν μόνοι τους, πλην του διακόνου στον οποίο μεταδίδει τη Θ. Κοινωνία ο λειτουργός ιερεύς. Ο διάκονος ποτέ δεν μεταδίδει στον ιερέα Θ. Κοινωνία. Ο 18ος κανών της Α’ Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «Εμμενέτωσαν οι διάκονοι τοις ιδίοις μέτροις, ειδότες ότι του μεν επισκόπου υπηρέται εισί, των δε πρεσβυτέρων ελάττους. Λαμβανέτωσαν δε κατά την τάξιν την Ευχαριστίαν μετά τους πρεσβυτέρους ή τού επισκόπου μεταδίδοντος αυτοίς η τού πρεσβυτέρου».
Μόνον οι κληρικοί. Ο 69ος κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου λέγει: «Μη εξέστω τινί των απάντων εν λαϊκοίς τελούντι, ένδον ιερού εισιέναι θυσιαστηρίου, μηδαμώς επί τούτο της Βασιλικής ειργομένης εξουσίας και αυθεντίας, ηνίκα αν βουληθείη προσάξαι δώρα τω πλάσαντι, κατά τίνα αρχαιοτάτην παράδοσιν». Εφόσον ο παραπάνω κανών δεν επιτρέπει την είσοδο των λαϊκών στο Ι. Βήμα, πολλώ μάλλον δεν είναι ορθόν να μεταλαμβάνουν των αχράντων Μυστηρίων στον χώρο, που μόνον οι κληρικοί μετά φόβου Θεού επιτρέπεται να ευρίσκονται προς διακονίαν και τέλεσιν των Μυστηρίων. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης σημειώνει ότι ο βασιλεύς μόνον κοινωνεί εντός του Ι. Βήματος «εις τον καιρόν της χρίσεως και αναγορεύσεως αλλά και τότε μετά τους διακόνους» (Τα Άπαντα, εκδ. Γ. Ρηγόπουλου, σελ. 151).
Κανένας απολύτως κίνδυνος δεν υπάρχει. Η ερώτηση αγγίζει τα όρια της βλασφημίας. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που κοινωνούμε είναι Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, και ο Χριστός είναι η ζωή, η υγεία, και όχι η ασθένεια, η πτώση και ο θάνατος. Ο Χριστός ούτε μολύνεται ούτε μολύνει. Μόνον αγιάζει και χαριτώνει, γιατί είναι η Αυτοζωή και η Ανάσταση. Η Θ. Κοινωνία είναι κατά τους άγιους Πατέρας «φάρμακον αθανασίας» και Πηγή Ζωής. Άλλωστε, ποτέ κανείς ανά τους αιώνες δεν έπαθε το παραμικρό από τη Θ. μετάληψη με την ίδια λαβίδα, ούτε λαϊκός ούτε κληρικός. Πλείστες είναι μάλιστα οι μαρτυρίες των κληρικών των διακονούντων στα νοσηλευτικά ιδρύματα, οι όποιοι ουδέποτε έπαθαν τίποτα από μεταδοτική νόσο, τη στιγμή που «καταλύουν» ως είναι γνωστόν ,ότι έχει απομείνει στο Άγιον Ποτήριο μετά τη μετάληψη των ασθενών και δη φυματικών, λεπρών παλαιότερα κ.ά., γλείφοντας στην κυριολεξία την αγία λαβίδα και καθαρίζοντας πλήρως το άγιον Ποτήριον.
Κατ’ αρχήν το θέμα αυτό είναι καθαρά πνευματικό, που δεν έχει καμία σχέση με ενδοκοσμικές σκέψεις, φεμινιστικού είδους αντιλήψεις και λογικοκρατικές απόψεις. Το θέμα της γυναικείας αδιαθεσίας ή όπως διαφορετικά ονομάζεται το ακάθαρτον αυτής λόγω ρύσεως αίματος ή της εχούσης περίοδο, ή της γυναικός της ευρισκομένης εν αφέδρω, χρειάζεται αφ’ ενός μεν θεολογικό λόγο, αφ’ ετέρου δε θεολογική σιωπή.
Επίσης, αναφέρουμε και τον 7ο κανόνα του αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας, ο οποίος λέγει να μην προσέρχεται η ακάθαρτος γυναίκα, ένεκα της ρύσεως αίματος, στη Θεία Μετάληψη κατ’ εκείνες τις ημέρες. Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής στον 17ο κανόνα του γράφει ότι «τας εν αφέδρω γυναίκας μηδενός των Αγίων άπτεσθαι». Το ίδιο λέγει και ο Πέτρος ο Χαρτοφύλαξ και διάκονος της του Θεού μεγάλης Εκκλησίας στην 18η απόκρισή του, ότι δηλ. εάν συμβούν τα συνήθη στη γυναίκα, τότε αυτή οφείλει να περιμένει την κάθαρση και δεν πρέπει να προσέρχεται στη Θεία μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων. Τέλος, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει ότι πρέπει να δεχθούμε τους παραπάνω κανόνες, να υπακούσουμε σ’ αυτούς και να μη φερόμεθα «ως κριταί και εξετασταί των υπό του Πνεύματος προστεταγμένων, ίνα μη υποπέσωμεν εις τα φρικωδέστατα επιτίμια των παραβαινόντων τους κανόνας».
Επειδή ίσως προβληθεί η αντίρρηση ότι αυτά που συμβαίνουν στη γυναίκα ανήκουν στη φυσική λειτουργία του γυναικείου οργανισμού, ο Ι. Χρυσόστομος γράφει εν προκειμένω: «Αληθινά, αυτά δεν ήσαν αμαρτία, ούτε συνιστούσαν ακαθαρσίαν. Επειδή όμως είμεθα ελλιπείς στην πνευματική μας ανάπτυξη, ο Θεός, με τη Θεία τον Πρόνοια, κάνοντάς μας πιο προσεκτικούς, με τις διατάξεις αυτές μας καθιστούσε πιο προσεκτικούς στη θεωρία και την τήρηση πραγμάτων πιο σημαντικών». Όπως γράφει, πολύ ορθά, ο αείμνηστος γέροντας και αξιόλογος ερμηνευτής της Π. Διαθήκης π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος, «επειδή διά της γεννήσεως το προπατορικόν μεταδίδεται αμάρτημα, το γονορρυές ανδρός και γυναικός ως υπενθυμίζον την εκ τού αμαρτήματος τούτον Αδαμιαίαν και ημών ενοχήν είναι ακάθαρτον, ίνα κρατύνηται (για να μένει ζωηρά) η συνείδησις της ενοχής και η ανάγκη τού Λυτρωτού».
Με την απαγόρευση αυτή της Θ. Μεταλήψεως ο βαθύτερος σκοπός δεν είναι η καταδίκη της γυναίκας, όταν βρίσκεται σ’ αυτή την αδιαθεσία, αλλά η έμπνευση και η προοπτική του σεβασμού έναντι του ιδίου σώματος, η υπόμνηση του χοϊκού στοιχείου του ανθρώπου και η τόνωση της ηθικής καθαρότητος. Είναι, τελικά, παιδαγωγία πνευματική.
Και ο Βαλσαμών ομοίως ερμηνεύει τον παραπάνω κανόνα. Μάλιστα προχωρεί στην ερμηνεία του υπογραμμίζοντας ότι «λέγουσι γούν τινες εξ αντιδιαστολής, ως όταν ου πάρεστί τις εξ αυτών (δηλ. κληρικών), διά προκειμένην ανάγκην, καλώς μεταδώσει τις εαυτώ των θείων αγιασμάτων εμοί δε ου δοκεί, τοιούτον γάρ τολμηθήναι από ερμηνείας και αντιδιαστολής ουκ εκχωρηθήσεται» (όπ.παρ.). Δυστυχώς, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και στο σημείο αυτό επέφερε καινοτομία και παρουσιάζεται ενίοτε το φαινόμενο λαϊκοί να λαμβάνουν μόνοι τους τη θ. Κοινωνία ή και να τη μεταδίδουν.
Κατ’ αρχήν είναι αρχαιότατος θεσμός της Εκκλησίας μας η συμμετοχή και των νηπίων στη θεία Κοινωνία, πως αποδεικνύεται και από την εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων αιώνων. Χαρακτηρίζεται δε ως αδικαιολόγητη καινοτομία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η από τον 12ο αιώνα απόφαση της στερήσεως της θείας Ευχαριστίας στα νήπια. Αξίζει να παραθέσουμε την σχετική αναφορά των Διαταγών των Αποστόλων για την θεία Κοινωνία των νηπίων και των παιδιών. «Και μετά τούτο μεταλαμβανέτω ο επίσκοπος, έπειτα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι υποδιάκονοι και οι αναγνώσται και οι ψάλται και οι ασκηταί και εν ταις γυναιξίν αι διάκονοι και αι παρθένοι και αι χήραι, είτα τα παιδία και τότε πας ολκός κατά ταξιν μετά αιδούς και ευλαβείας άνευ θορύβου» (ΒΕΠ, τόμ. 2, VIII, 14, 158).
Τα νήπια οφείλει ο λειτουργός να τα κοινωνεί με μεγάλη προσοχή. Είναι δε ανεπίτρεπτο, αντιπαιδαγωγικό και αψυχολόγητο ο ιερεύς να θυμώνει ή να φωνασκεί και να διαμαρτύρεται για την προσέλευση των νηπίων στη θ. Κοινωνία. Ούτε, επίσης, είναι ορθόν να λέγει φράσεις λαϊκού ή ασεβούς τύπου -για το Σώμα και το Αίμα τού Κυρίου ως «το χρυσό δοντάκι» ή «έλα, μελάκι», ή «κρασάκι» κ.ά. Κατά την ώρα της μεταδόσεως της θ. Κοινωνίας στα νήπια χρειάζεται απόλυτη ηρεμία, ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή για τυχόν κινήσεις τού νηπίου και η αγία λαβίδα αναλόγως βεβαίως της ηλικίας έχει και την αρμόζουσα ποσότητα Αγίας Κοινωνίας. Ελάχιστον Τίμιον Αίμα και ίχνη μαργαριτών Τιμίου Σώματος τού Χριστού αρκούν.
Η μετάθεση σε άλλη χρονική στιγμή της θ. Κοινωνίας των πιστών είναιαπαράδεκτος αντιευχαριστιακή κίνηση. Ως αναφέρει ο καθηγητής Ιω. Φουντούλης «το να μετατίθεται η θεία κοινωνία στο τέλος της θείας λειτουργίας είναι λειτουργικώς αδιανόητο και αποτελεί, ας μη θεωρηθεί υπερβολική η έκφρασις, καταστροφή της όλης ιερουργίας» (Ιω. Φουντούλη, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τόμ. Β’, Αθήνα 1989, σελ. 96).
Βασικότατη προϋπόθεση συμμέτοχης στη θ. Κοινωνία είναι ότι εκείνος ο οποίος μεταλαμβάνει πρέπει να έχει τις αισθήσεις του. Αυτό διακελεύει ο 83ος κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. «Μηδείς τοις σώμασι των τελευτησάντων της ευχαριστίας μεταδιδότω. Γέγραπται γάρ «Λάβετε, φάγετε» τα δε των νεκρών σώματα, ουδέ λαβείν δύναται, ουδέ φαγείν» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων, τόμ. Β’, 495). Τα ίδια λέγει και ο 18ος της Συνόδου της Καρθαγένης (π. παρ., τόμ. Γ’, σελ. 352). Συνεπώς, θεία Κοινωνία δίδεται μόνον στους ζώντες.
Η περίπτωση των ετοιμοθάνατων αντιμετωπίζεται από την ποιμαίνουσα Εκκλησία με ιδιαίτερη προσοχή. Σχετικός είναι ο 13ος κανών της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος καθορίζει τα εξής: «Περί δε των εξοδευόντων, ο παλαιός και κανονικός νόμος φυλαχθήσεται και νυν, ώστε, ει τις εξοδεύοι, τού τελευταίου και αναγκαιοτάτου εφοδίου μη αποστερείσθαι»-(όπ. παρ., τόμ. Β’, σελ. 143)
«Τα κομμάτια οπού μείνουν από την υψωθείσαν προσφοράν δεν πρέπει να τρώγωνται εις άλλον τόπον, πάρεξ εις μόνην την Εκκλησίαν, έως οπού να εξοδευθούν όλα, όσα και αν είναι. Τα δε κομμάτια οπού μείνουν από τας άλλας προσφοράς οπού δεν υψώθησαν, πρέπει να τρώγωνται και έξω της Εκκλησίας, όχι όμως μαζί με γάλα και τυρί και οψάρια θετέον, ωσάν ο κοινός άρτος, αλλά μοναχά χωρίς άλλο φαγητόν»(Πηδάλιον, σελ. 734).
Κάνει βεβαίως εδώ μία διάκριση ο Πατριάρχης Νικόλαος και διαχωρίζει τα περισσεύματα κλάσματα από την δηλωθείσα προσφορά από την οποία εξάγεται ο Αμνός και από τα κλάσματα εκ των άλλων προσφορών. Θεωρεί δε ως αντίδωρο εκείνα τα κλάσματα εκ της προσφοράς από την οποία εξήλθε ο Αμνός.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα κρύπτεται σ’ αυτήν ακριβώς την πρόσκληση-προτροπή τού ιερέως προ της θ. Κοινωνίας. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και Αγάπης προσέλθετε». Ιδιαίτερα η δεύτερη προϋπόθεση, «μετά πίστεως προσέλθετε», δηλώνει την όλην περί τού αρρήτου Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Κοινωνούμε αυτό το Πανάχραντον Σώμα και το Τίμιον Αίμα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, παρ’ ότι οι αισθήσεις μας δίνουν την πληροφορία ότι κοινωνούμεν άρτον και οίνον. Το μέγιστο θαύμα της μεταβολής τού άρτου και τού οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού υπερβαίνει όντως την ανθρώπινη διάνοια και κατάληψη. Έτσι οι κοινωνούντες πιστοί καθίστανται «σύναιμοι και σύσσωμοι τω Χριστώ». Είναι υλικά μεν τα προσφερόμενα είδη της Ευχαριστίας αλλά είναι θεανθρωπίνη η παρουσία τού Κυρίου. Η προσέγγίση τού υπερφυούς τούτου Μυστηρίου βρίσκεται στους λόγους τού Ίδιου τού Χριστού στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, όταν ομιλεί διά τον Εαυτόν Του ως «τού άρτου εκ τού ουρανού τού αληθινού» (6, 58) και ακόμη ότι «το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή εστίν» (στίχ. 63).
Ο Ιερός Χρυσόστομος επίσης: «Μη ότι ο άρτος εστίν ίδης, μηδ’ ότι οίνος έστι νομίσης, ου γάρ ως αι λοιπαί βρώσεις εις αφεδρώνα χωρεί, άπαγε! μη τούτο νόει, αλλά ώσπερ κηρός πυρί προσομιλήσας ουδέν απουσιάζει, ουδέν περισσεύει, ούτω και ώδε νόμιζε συναναλίσκεσθαι τα μυστήρια τη τού σώματος ουσία. Διό και προσερχόμενοι, μη ώς έξ άνθρωπου νομίσατε μεταλαμβάνειν τού θείου σώματος, άλλ’ ώς έξ αυτών των Χεραφείμ τή λαβίδι τού πυρός, ήνπερ Ησαΐας είδε, τού θείου σώματος μεταλαμβάνειν νομίζετε, και ως της θείας και αχράντου πλευράς εφαπτόμενοι τοις χείλεσιν, ούτω τού σωτηρίου αίματος μεταλάβωμεν»(Περί μετανοίας, ΕΠΕ 30, θ’, 314).
Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
«Σώμα έστιν αληθώς ηνωμένον θεότητι, το εκ της αγίας Παρθένου σώμα, ούχ οτι αυτό το σώμα το αναληφθέν εξ ουρανών κατέρχεται, αλλ’ ότι αυτός ο άρτος και ο οίνος μεταποιείται εις σώμα και αίμα Θεού. Ει δε τον τρόπον επιζητείς, πώς γίνεται, αρκεί σοι ακούσαι, ότι διά Πνεύματος Άγιου…Σώμα έστι και αίμα Χριστού εις σύστασιν της ημετέρας ψυχής τε και σώματος χωρούν, ου δαπανώμενον, ου φθειρόμενον, ουκ εις αφεδρώνα χωρούν – μη γένοιτο -, αλλ’ εις την ημών ουσίαν τε και συντήρησιν, βλάβης παντοδαπούς αμυντήριον, ρύπου παντός καθαρτήριον» (Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, έκδ. Πουρναρά, θεσ/κη 1976, σελ. 368 έπ.). Και καταλήγει ο ιερός πατήρ:«Κοινωνία λέγεται τε και έστιν αληθώς διά το κοινωνείν ημάς δι’ αυτής τω Χριστώ και μετέχειν αυτού της σαρκός τε και της θεότητας, κοινωνείν δε και ενούσθαι και αλλήλοις δι’ αυτής, επεί γάρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, οι πάντες εν σώμα Χριστού και εν αίμα και αλλήλων μέλη γινόμεθα σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες» (όπ. παρ., σελ. 374).
Η αιμοδοσία ως πράξη εκούσιας προσφοράς μιας ποσότητος από το αίμα μας, για να σωθεί κάποιος ασθενής που κινδυνεύει, είναι όντως πράξη αληθινής αγάπης και ιερό καθήκον. Δεν υπάρχει συνεπώς βεβήλωση ή ανευλάβεια, όταν προσέρχεται εκείνος που έχει κοινωνήσει στην ευλογημένη πράξη της αιμοδοσίας χάριν των συνανθρώπων του. Ας μην δε υπεισερχόμεθα περιέργως και χωρίς πίστη στο ιερότατο Μυστήριο της θ. Κοινωνίας. Ας αφήνουμε το Θεό να ξέρει Εκείνος τι γίνεται με την αιμοδοσία μετά τη θ. Κοινωνία.