Ενορία η μεγάλη μας οικογένεια : Η Ενορία στην ιστορία
30 Ιουλίου 2015
Στην εκκλησιαστική μας πραγματικότητα η μικρότερη ενότητα, ο πυρήνας της Εκκλησίας, είναι η Ενορία
Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
γ) Η Ενορία στην ιστορία
Η Ενορία, με την πνευματικότητα και κοινωνικότητά της, ως χώρος αναπλάσεως και ανακαινίσεως της όλης ζωής, επέζησε -παρόλες τις μεταπτώσεις- σ’ όλη την διάρκεια του Βυζαντίου – Ρωμανίας και της Μεταβυζαντινής περιόδου. Αναγεννητικές πνευματικές κινήσεις, όπως του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου († 1037), των Ησυχαστών (ιδ’ αι.), των Κολλυβάδων (ιη’ αι.) επαναπροσανατόλιζαν χριστοκεντρικά την πορεία της, ξαναφέρνοντας τον επίσκοπο -(πρεσβύτερο) ησυχαστή και θεραπευτή στη ζωή της εκκλησίας και θέτοντας την πνευματική ζωή (ως πορεία θεώσεως) στο επίκεντρο των σκοπών της εκκλησιαστικής ζωής. Από το 1821 και εδώ, υπό την επίδραση των δυτικοφρόνων διαφωτιστών και μάλιστα του Αδ. Κοραή, ο κληρικός θα εγκαταλείψει τον ησυχασμό, εγκλωβιζόμενος στον ευσεβισμό και την ηθικολογία.
Κατά την Δουλεία, στα πλαίσια της ενορίας αναπτύχθηκε ο κοινοτισμός και συνεχίσθηκε η παράδοση της κοινωνικής υπάρξεως της Ορθοδοξίας. Η κοινοτική οργάνωση της υπόδουλης Ρωμηοσύνης δεν ήταν κάτι το νέο. Ήταν ο ορθόδοξος κοινοτισμός, με θεμέλια καθαρά πνευματικά και όχι ορθολογικά. Η Δουλεία μάλιστα λειτούργησε σαν πρόκληση για την επιστροφή στην πρωτοχριστιανική κοινότητα, με την σύσφιγξη των σχέσεων των Ρωμηών και ανάπτυξη της αδελφικότητας στη ζωή τους. Στην Δουλεία συνέβη δηλαδή, σε μεγαλύτερο βαθμό και ένταση, αυτό που παρατηρείται και σήμερα ακόμη στον χώρο της ρωμαίικης διασποράς. Βέβαια, στην διαμόρφωση αυτή της ζωής συνέβαλαν τα μοναστήρια, που συνέχισαν την λειτουργία τους μέσα και έξω από τα αστικά κέντρα, όπως στη Ρωμανία / Βυζάντιο, και προσέφεραν αυθεντικά θεμέλια κοινωνικότητας. Οι υπόδουλοι Ρωμηοί, μέσα στα ενοριακά πλαίσια, είχαν ισχυρά ανεπτυγμένη τη συνείδηση του αδελφού και γι’ αυτό ως αδελφοί προσφωνούνταν μεταξύ τους. Το 1835 ο Κ. Οικονόμος θα παρατηρήσει με παράπονο, ότι η νέα κουλτούρα της Ευρώπης παραμέρισε το «αδελφέ», εισάγοντας στη ζωή των Ρωμηών το φράγκικο «Κύριε» (MONSIEUR, ΜΕΙΝ HERR, SIGNORE κ.λπ.).
Στην Δουλεία η Ενορία έκλεινε μέσα της όλη τη ζωή της Κοινότητας. Και οι συντεχνίες, με τους Αγίους – Προστάτες τους, τον Ναό είχαν ως κέντρο και αφετηρία της δραστηριότητάς τους. Η Ενορία διακρατούσε την πνευματική ζωή, κατεύθυνε τον πνευματικό αγώνα, οδηγούσε στην μετάνοια και στην συναδέλφωση, ιδιαίτερα κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και το Πάσχα, με την αλληλοσυγχώρηση. Όλα τα κοινωνικά γεγονότα είχαν ως κέντρο και αφετηρία την Θεία Ευχαριστία και τον Ναό. Δραστηριότητες της αγροτικής ζωής (σπορά, όργωμα, θέρισμα, συγκομιδή καρπών), η «ξέλαση» (συμπαράσταση στις γεωργικές δουλειές εκείνων που είχαν κάποια ανάγκη), η παιδεία, με δάσκαλο κατά κανόνα τον Παπά – εφημέριο, τα ατομικά γεγονότα, που γίνονται και κοινωνικά (γέννηση, βάπτιση, γάμος, κηδεία), τα πανηγύρια στη μνήμη των Αγίων, σε συνδυασμό με εμποροπανηγύρεις κ.τ.ό. Και πάνω απ’ όλα, ή καλύτερα μέσα σε όλα, ο Παπάς, Πνευματικός Πατέρας – Φίλος – Αδελφός – Σύμβουλος – Συμπαραστάτης.
Δεν είναι, συνεπώς, καθόλου ανερμήνευτη η άγρια πολεμική των Φράγκων – Βαυαρών, των δυτικών Μισσιοναρίων και των φραγκευμένων συνεργατών τους Ελλήνων εναντίον των Μοναστηριών, των Μοναχών και των παραδοσιακών Κληρικών της Ρωμηοσύνης. Γιατί γνώριζαν καλά, ότι μέσω αυτών διασωζόταν ο πολιτισμός (κοινοτισμός) της Ρωμηοσύνης, που ήθελαν να καταστρέψουν, για να επιτευχθεί η εκφράγκευσή μας. Αν σκεφθούμε, πως στα 1833 βρέθηκαν κάπου 600 Μοναστήρια στη μικρή ελεύθερη Ελλάδα, της Στερεάς και του Μοριά, σημαίνει πως δίπλα σε κάθε μεγαλοχώρι υπήρχε και ένα ή περισσότερα Μοναστήρια, που λειτουργούσαν, παρά τα αντίθετα από την πλευρά των εχθρών της Ρωμηοσύνης λεγόμενα, σαν πνευματικά νοσοκομεία και κολυμβήθρα αναγεννήσεως για τους Ραγιάδες. Και αυτό το γνώριζε καλά η Φραγκιά. Γιατί χιλιάδες (φαινομενικά) περιηγητές και στην ουσία κατάσκοποί της αλώνιζαν σ’ όλη τη διάρκεια της Δουλείας την Ρωμαίικη Ανατολή και γνώριζαν κάθε λεπτομέρεια της ζωής της. Κατά τον καλό γνώστη της ιστορίας μας αείμνηστο βρετανό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν ήταν ευτυχή τα χωριά, που είχαν την τύχη να έχουν κοντά τους Μοναστήρι, γιατί αυτό διακρατούσε την ταυτότητα των Ρωμηών και λειτουργούσε ως χώρος πνευματικού και εθνικού αναβαπτισμού τους.
Η καταστροφική μανία των Δυτικών και των Δυτικοπλήκτων κατά των Μοναστηριών χρησιμοποίησε το όπλο, είτε του κλεισίματός τους, είτε της αχρηστεύσεώς τους, με την μεταβολή της λειτουργίας και προσφοράς τους. Το τελευταίο σήμαινε εξομοίωση του ρωμαίικου μοναχισμού με τον δυτικό μοναχισμό, την μετάθεσή του δηλαδή από τον πνευματικό, θεραπευτικό και αναγεννητικό του ρόλο σε παράγοντα κοινωνικής ωφελείας και κοινωνικού ακτιβισμού, κατά τα φραγκικά πρότυπα (πρβλ. τα παπικά μοναχικά τάγματα). Σύντομα δε, θα οδηγηθούμε στον «κοσμικό μοναχισμό» διαφόρων οργανωμένων ομάδων, που βάση τους δεν θα είναι η αποστολικοπατερική αποστολή του μοναχισμού, αλλά η κοινωνική ιεραποστολή και προσφορά κατά τα δυτικά πρότυπα. Έτσι έχασε και η Ενορία την επαφή της, ιδίως στα αστικά κέντρα, με το Μοναστήρι και χάθηκε το πρότυπο διαμορφώσεως και της ενοριακής ζωής, η οποία προσαρμόσθηκε στις κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής και στα δυτικά πλαίσια αναπτύξεώς της. Οι συντηρητικοί της εποχής (ΙΘ’ αι.) έπεσαν θύματα της δυτικής αντιμοναστικής προπαγάνδας και συνέβαλαν και αυτοί στην δημιουργία μιας «Νεοελληνικής Εκκλησίας» (κατά τον όρο του Κ. Οικονόμου) ερήμην του παραδοσιακού μοναχισμού και των πνευματικών προϋποθέσεών του.
ΠΗΓΗ: «ΕΝΟΡΙΑ – Η μεγάλη μας οικογένεια»
Πρωτ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Πηγή: impantokratoros.gr