Κατακλυσμός στη Χίο
14 Οκτωβρίου 2015
Όταν οι άνθρωποι φεύγουν από τον δρόμο του Θεού, βρίσκει ο φιλάνθρωπος Κύριος τρόπους για να τους συνεφέρει. Έτσι έγινε, όταν κάποτε ξεμάκρυναν απ΄ την Ορθοδοξία οι Χριστιανοί και παρόργισαν τον Θεό με τις παρανομίες τους.
Λες κι είχε αποφασίσει ο Παντοδύναμος να καταποντίσει με κατακλυσμό το νησί της Χίου, θαρρείς και θα ΄πλυνε με το νερό τις αμαρτίες και τις παρανομίες του κόσμου.
Ήτανε λίγα χρόνια πριν από την πτώση του Βυζαντίου, απόγευμα, 13 Οκτωβρίου. Στο Παλαιόκαστρο, στην πιο ψηλή άκρη του νησιού, ήταν χτισμένο το εκκλησάκι της Οσιομάρτυρος Παρασκευής, της Νέας. Εκεί ανέβηκε αργά-αργά ο παπα-Αμβρόσιος να ψάλλει τον εσπερινό. Είχε συνήθεια πολλές φορές εκεί να προσεύχεται.
Έβαλε ‘’Ευλογητός’’ και άρχισε. Μονάχος του τα λόγια του παπά, μονάχος και του ψάλτη. Από το ιερό στο αναλόγι, δεόταν ο καλός ιερέας για τις αμαρτίες του κόσμου και για τη σωτηρία του. Λίγη ώρα αφού άρχισε να ψάλει και να, πιάνει μια βροχή! Μα τι βροχή! Με το κανάτι, που λένε.
Συνέχιζ΄ ο παπάς την ακολουθία του, δυνάμων΄ η βροχή τον ρυθμό της. Σε μια στιγμή στάθηκε και αφουγκράσθηκε. Ήτανε σαν να πέφτανε χιλιάδες καταρράκτες ολόγυρα, ποτάμια ορμητικά να κατέβαιναν απ΄ τον ουρανό. Δυνάμωσε τη θέρμη της καρδιάς του, δυνάμωσε και τη φωνή του, σάμπως να μην τον άκουγ΄ ο Θεός άμα τα ΄λεγε σιγά.
Τελείωσ΄ ο εσπερινός, μα, πού να σταματήσει το κακό! Το πήρ΄ απόφαση ο παπάς πως θα περνούσε κείνη τη νυχτιά στο ξωκλήσι της Οσίας. Καιρό-καιρό πλησίαζ΄ ως την πόρτα του, μα τα νερά τρέχαν ποτάμι! Ούτε να δει ούτε να διακρίνει! Φόβος κυρίεψε την καρδιά του. Ακούς εκεί! Παπάς και να φοβάται! Ναι, φοβότανε ο παπα-Αμβρόσιος και πέφτει στα γόνατα μπροστά στο εικόνισμα της Οσίας… Πόσες ώρες να έμεινε έτσι γονατισμένος! Ούτε κατάλαβε πως κόπασ΄ η βροχή. Μονάχα σαν ακούστηκαν φωνές και λάμψεις φαναριών μες στο σκοτάδι, μονάχα τότε ήρθε στα συγκαλά του ο παπάς.
Ανέβηκαν ανθρώποι απ΄ το χωριό, γιατί φοβήθηκαν πως εκεί κάτω θα τους πνίγαν τα νερά.
– Σκέψου, παπά μου, λέγαν, φούσκωσε η θάλασσα απ΄ τα ποτάμια της βροχής, καβάλησε τα βράχια της ακτής κι ανέβηκε, ανέβηκε στους δρόμους. Μπήκε στα σπίτια το νερό κι εμείς το βάλαμε στα πόδια. Να φανταστείς πως ίσαμε την Παναγιά είχε ανεβεί η θάλασσα.
Κι ήτανε η Παναγιά στη μέση του χωριού, σε ψήλωμα, ώστε να φαίνεται απ΄ όλα τα σπίτια.
Πέφτει στα γόνατα και πάλι ο παπάς. Μαζί του κι όσοι ανέβηκαν να σωθούνε. Βρέχουν με βροχή από δάκρυα τις πλάκες. Παρακαλούνε την οσιομάρτυρα Παρασκευή να τους σώσει. Να μεσιτεύσει στον Θεό να πάψει τούτο το κακό. Κι αυτοί θα μετανιώσουν. Θα ξανάρθουν κοντά στην εκκλησιά, στον δρόμο του Θεού.
Εκεί που δυναμώνουνε την προσευχή τους, να, κι ανεβαίνουνε κι άλλοι χωριανοί.
– Έχει ανέβει το νερό ως τον Χριστό, λένε με κλάμα απελπισίας. Κι ήτανε ο Χριστός ένα ξωκλήσι πάνω από το χωριό τους.
– Μπορεί σε λίγο να μας σκεπάσει όλους η θάλασσα. Και τούτη την κορφή του Παλιόκαστρου!
– Μη χάνετε την πίστη σας! φωνάζει ο γέροντας και ξαναγονατίζει. Σηκώνει ψηλά τα χέρια προς τον ουρανό και μένει ακίνητος, μ΄ ορθάνοιχτα τα μάτια για ώρα πολλή…
Έχει πια από ώρα σταματήσει η βροχή και πήραν τα νερά να κατεβαίνουν. Μόνον ο παπα-Αμβρόσιος στην ίδια στάση έχει μείνει ακίνητος. Κάποια στιγμή κατέβασε τα χέρια.
– Τι έπαθες, γέροντα; ρωτούν ανήσυχοι μα και περίεργοι οι χωριανοί.
– Είδα παιδιά μου, ολάνοιχτη της εκκλησιάς τη στέγη κι ολάνοιχτον τον ουρανό. Εκεί ψηλά μέσα σ΄ ένα συννεφάκι φωτεινό στεκότανε η Αγία. Είχε τα χέρια υψωμένα σε στάση προσευχής. Ύστερα γύρισε σε μένα εδώ κάτω: «Αμβρόσιε, είπε, είναι η οσιομάρτυς η Παρασκευή η Νέα. Μη φοβάσαι! Σώθηκε η πατρίδα σου!».
Σηκώθηκ΄ ο παπάς. Έβαλε πετραχήλι κι άρχισε τον όρθρο και τη Λειτουργία. Και στο ψαλτήρι όλο το χωριό. Παίρνουνε ύστερα το εικόνισμα της Αγίας και κάνουν λιτανεία. Ευχαριστούν με δάκρυα για τη σωτηρία τους. Και να σκεφτείς, πως δεν ήταν του τόπου τους η αγία Παρασκευή η Νέα. Ήτανε απ΄ ένα χωριό της Θράκης, που το λέγαν ‘’Επιβάται’’. Κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί είχανε φτιάξει και στη Χίο εκκλησάκι και την τιμούσαν. Ίσως για τούτο να τους έσωσε και η Αγία.
Γύρισ΄ ο κόσμος στον δρόμο του Θεού ξανά. Και κάθε χρόνο, ξημερώνοντας 14 του Οκτώβρη, γίνεται στον τόπο εκείνο μεγάλο πανηγύρι.
Σ.Γ.Α.
Οι εικόνες είναι του κ. Κωνσταντίνου Αδάμου, ο οποίος έχει το εργαστήριό του στην Καλαμπάκα και θαυμάσια έργα του εκτίθενται και στα Μετέωρα (Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου-Μεταμορφώσεως)