“Το αμάρτημα της μητρός μου” και τα πολλαπλά του ηθικά διλήμματα (Ηρακλής Ψάλτης, φιλόλογος)
27 Ιανουαρίου 2016
Τα ηθικά ζητήματα που τίθενται στο κλασικό πλέον διήγημα “Το αμάρτημα της μητρός μου” συνεχίζονται και σήμερα, στο πλαίσιο της μελέτης του φιλολόγου κ. Ηρακλή Ψάλτη σχετικά με τα θέματα της αμαρτίας και της λύτρωσης στο έργο του Γ. Βιζυηνού, από την άποψη της Ορθόδοξης Θεολογίας (προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/1Wuo4H6).
Αχαριστία μπορεί να διακρίνει κανείς και στη συμπεριφορά του πατέρα. Ο Γιωργής είναι το παιδί, το αγόρι, του Μιχαήλου και της Δεσποινιώς που «έρχεται» στη ζωή μετά την πάροδο τριών ετών από το «ατυχές» συμβάν. Ο πατέρας, όπως άλλωστε και η μητέρα, εκλαμβάνουν την «ατεκνία» ως τιμωρία του Θεού για την αμαρτία τους, τον θάνατο της Αννιώς. Όταν γεννιέται ο γιος, εκείνος τον θέλει κόρη. Το αποκαλύπτει στη γυναίκα του και αυτή με τη σειρά της -κατά την εξομολόγησή της- στον γιο της, τον ίδιο τον Γιωργή. Αυτή η αποκάλυψη δημιουργεί στον αφηγητή υποσυνείδητη ενοχή, γιατί γεννιέται πρώτος αντί της δεύτερης κόρης[326]. Αυτήν την αιμάσσουσα «πληγή» την μεταφέρει ο Βιζυηνός σ΄όλη του τη ζωή, περιστέλλοντας, έν μέρει, την ανδρική του φύση, υποκαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο στη ζωή τη νεκρή αδελφή του, όπως επιβεβαιώνει η γυναίκα του μικρότερου αδελφού του, του Μιχαήλου, η Τζιβάνη Μιχαηλίδου – Τριανταφυλλίδου, η οποία τον χαρακτηρίζει «γυναικωτό», επειδή «συχνά ανακατευόταν με τις δουλειές του σπιτιού»[327].
Ο Άλλος το πρόβλημα. Ο Άλλος, ο ξένος, έστω κι αν υιοθετείται, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός από τα αγόρια της οικογένειας, τα οποία επιθυμούν και επιζητούν την αποκλειστικότητα της μητρικής αγάπης. Στην πρώτη υιοθεσία υπάρχει μια κάποια ανοχή, αν και η θετή αδελφή τους δεν τους «πλησιάζει» –ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτός ὅτι ποτέ δέν ᾐσθάνθη πρός αὐτούς ἀδελφικήν τινα στοργήν[328]– έχει τη σύμφωνη γνώμη του μικρού Γιωργή[329]. Στη δεύτερη όμως υιοθεσία υπάρχει έντονη δυσφορία, αντίδραση, από τους γιούς της, οι οποίοι, μάλιστα, της υποδεικνύουν την επιστροφή της και δεν της εμπιστεύονται πλέον τον μισθό τους· όμως όλες αυτές οι οχλήσεις προς τη μητέρα γίνονται μάταια[330].
Σ’ αυτήν την υιοθεσία αντιτίθεται αρχικά και ο αγαπημένος της γιός, ο Γιωργής. Διαφωνεί με το κορίτσι, το οποίο υιοθετεί η μητέρα του, διότι τον Άλλο τον συνδέει με συγκεκριμένα «προσόντα», για να τον κάνει «αποδεκτό», τα οποία δεν διαθέτει η θετή κόρη. Συγκεκριμένα, η Κατερινιώ δεν είναι ούτε όμορφη, ούτε έξυπνη, ούτε συμπαθητική, ούτε μορφωμένη, αλλά άσκημη, καχεκτική, δύσθυμη και δύσνοη: (Γιωργής) Ἡ θετή μου ἀδελφή ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καί πρό πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, ὥστε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μ’ ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν[331]. Υπάρχει όμως ένα πρόσωπο, μια υπερήλικη Σοφηδιώτισσα -γυναίκα από το χωριό Σοφίδες- η οποία τρέφεται και κατοικεί στο σπίτι τους για πολλά χρόνια και φροντίζει τα παιδιά, όσο μπορεί, την εποχή κατά την οποία η μητέρα τους αναζητούσε «λύσεις» για την άρρωστη κόρη της. Είναι μία ξένη αποδεκτή, γιατί «εξυπηρετεί» και «εξυπηρετείται»[332].
Η σχέση με τον Θεό γίνεται, συχνά, σχέση ιδιοτελής, ειδωλολατρική, σχέση «δοῦναι και λαβεῖν». Η μάνα επιδιώκει την ανάπτυξη μιας «ανταλλακτικής σχέσης» με τον Θεό: Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καί ἄφησέ μου τό κορίτσι. Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου (…) χάρισέ μου τό κορίτσι![333] Βγάζει και σχωροχάρτι στη Γερουσαλή με δώδεκα πουκάμισα και τρία Κωνσταντινάτα[334]. Σου προσφέρω, για να μου προσφέρεις! Επίσης, η μητέρα Τον εκλαμβάνει, κυρίως, ως Θεό-τιμωρό[335]. Τα πλήγματα που δέχεται στη ζωή της τα ερμηνεύει ως τιμωρίες του Θεού για την εξιλέωση του «αμαρτήματός» της: ἡ ἁμαρτία μου, βλέπεις, δέν ἐσώθηκεν ἀκόμη[336]. (…) Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία[337]. Η μητέρα έχοντας μια δικαιϊκή οπτική για την αμαρτία οδηγείται σε πράξεις αυτοτιμωρίας, για να είναι η τιμωρία του Θεού μικρότερη[338].
[Συνεχίζεται]
[326]Β. Αθανασόπουλος, «¨Το αμάρτημα της μητρός μου¨, ή, Η ενοχή του Βιζυηνού για τη μη υποκατάσταση της πεθαμένης αδελφής» στο Οι μύθοι της ζωής και το έργο του Γ. Βιζυηνού (Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 19963)σσ. 214-229.
[327]Β. Αθανασόπουλος, «¨Το αμάρτημα της μητρός μου¨, ή, Η ενοχή του Βιζυηνού για τη μη υποκατάσταση της πεθαμένης αδελφής» στο Οι μύθοι της ζωής και το έργο του Γ. Βιζυηνού, όπ. παρ., σ.221.
[328]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.16.
[329]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ, σ.16 και σσ.17-18 και σ.19.
[330]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.16: «… δέν ἐδίστασαν νά αποδείξουν εὐσχήμως πως εἰς τήν μητέραν των, ὅτι καλόν θά ἦτο νά παραιτηθῇ τοῦ σκοποῦ της. Ἀλλά τήν εὗρον ἀμετάπειστον. Τότε ἐδήλωσαν φανερά τήν δυσαρέσκειάν των καί τῇ ἠρνήθησαν τήν διαχείρισιν τοῦ βαλαντίου των. Ὅλα εἰς μάτην».
[331]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.20.
[332]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.6: «Ποῖος μᾶς ἔτρεφε, ποῖος μᾶς ἔπλυνε, ποῖος μᾶς ἐμβάλωνεν ἡμᾶς τά ἀγόρια, οὔτε ἤθελε κἄν νά τό γνωρίζῃ. Μία Σοφηδιώτισσα γραῖα, πρό πολλῶν ἤδη ἐτῶν παρασιτοῦσα ἐν τῷ οἴκῳ μας, ἐφρόντιζε περί ἡμῶν, ἐφ’ ὅσον τῇ τό ἐπέτρεπεν ἡ μαθουσάλειος αὐτῆς ἡλικία».
[333]Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, όπ. παρ., σ.9.
[334]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.24.
[335]Γ. Βιζυηνού, Άπαντα τα πεζά, όπ., παρ., σ.26: «Ἐνθυμήθηκες τήν ἁμαρτίαν μου καί ἐβάλθηκες νά μοῦ πάρῃς τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσῃς… και σ.38: «Ὁ Θεός μέ τιμωρεῖ, γιατί δέν ἐστάθηκα ἄξια νά προφυλάξω τό παιδί πού μ’ ἔδωκε!».
[336]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.21.
[337]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.23.
[338]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.25: «Γιατί ὅσο περισσότερο τυραννηθῶ καί χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θά μέ παιδέψῃ ὁ Θεός γιά τό παιδί πού πλάκωσα».