Τα αδιαπραγμάτευτα και σταθερά στοιχεία ερμηνείας του βυζαντινού μέλους (Νεκτάριος Θάνος, Πρωτοψάλτης Ι.Μ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης, ΜΑ Θεολογίας)
9 Νοεμβρίου 2016
Σε μια εποχή που η γνώση πληθαίνει τρομακτικά ημέρα με την ημέρα, με αποτέλεσμα οι έννοιες και τα πράγματα να αποκτούν ακόμα πιο συγκεκριμένο και εξειδικευμένο περιεχόμενο, οι διάκονοι της Ψαλτικής Τέχνης επαναπαυόμαστε στην ασάφεια, επικαλούμενοι μάλιστα την παράδοση και τους εκπροσώπους της. Και επειδή εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά η σχετικοποίησή της, χρήσιμη θεωρούμε την κατάθεση μερικών σκέψεων σχετικά με την πράξη της Ψαλτικής.
Δανειστήκαμε για τον τίτλο και το περιεχόμενο του κειμένου αυτού μια έννοια από τα μαθηματικά, την έννοια της σταθεράς. Σταθερά ορίζεται μια ποσότητα, ένας αριθμός, που παραμένει αμετάβλητος. Θα αναφερθούμε λοιπόν σε σταθερές, σε θεμελιώδεις και δομικές έννοιες της Ψαλτικής, που δεν είναι φιλοσοφικά μεγέθη, τα οποία ως συνήθως δίνουν τροφή στους φιλέριδες, αλλά είναι πράγματα, έχουν δηλ. άμεση, αναγκαία, και αναπόφευκτη πρακτική εφαρμογή στην ψαλμωδία.
Η πιο βασική έννοια και σταθερά της Ψαλτικής και της μουσικής γενικότερα, χωρίς την οποία δεν μπορεί να παραχθεί μελωδία, είναι τα διαστήματα, οι αποστάσεις δηλ. των φθόγγων μεταξύ τους. Τα διαστήματα είναι μαθηματικές σχέσεις οι οποίες, όταν τηρούνται, παράγεται εύηχο άκουσμα. Όσο πιο ακριβής είναι η απόδοση των διαστημάτων, τόσο αυτή η μουσική ακρίβεια και σαφήνεια αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε ήχου. Η καθ᾿ ημάς Ανατολή, «η αγία Ανατολή» – κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, μη περιφρονούσα κάτι απ᾿ όσα ο Δημιουργός της χάρισε, συμπεριέλαβε στο μουσικό της σύστημα διαστήματα 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20 τμημάτων. Αυτή η ποικιλία της Ψαλτικής είναι και ο σταυρός της, η δυσκολία της, αλλά και η ανάστασή της, η δυνατότητα που έχει η ιερά μουσική μας να καλύπτει όλο το φάσμα των αισθητικών επιλογών, των συναισθηματικών αποχρώσεων και θυμικών κινήσεων του ανθρώπου, που δονείται από την δύναμη της μουσικής.
Όπως είπαμε παραπάνω, η ευρύτατη αυτή διαστηματική ποικιλία διευκολύνει καθοριστικά την ανάπτυξη του λεγομένου μουσικού ήθους. Οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει σε θεωρητικά συγγράμματα για το συσταλτικό, διασταλτικό και ησυχαστικό ήθος των ήχων και ασφαλώς όλοι έχουμε προσέξει τους εγκωμιαστικούς για κάθε ήχο στίχους που βρίσκονται στην Παρακλητική, στο τέλος κάθε εβδομαδιαίας περιόδου.
Για να προσεγγίσουμε τον πλούτο των διαστημάτων της παραδοσιακής Ψαλτικής, απαιτείται αναντίρρητα εντρύφηση σε παραδοσιακά ακούσματα, τόσο ψαλτικά όσο και παραδοσιακά (φωνητικά ή οργανικά) και παράλληλα έμπονη μελέτη των μουσικών μαθημάτων σε αργό χρόνο, ώστε να μπορούμε να ακούμε την φωνή μας, να αισθανόμαστε το εκτελούμενο μουσικό διάστημα και την ακρίβεια ή όχι της εκφοράς του, ώσπου η ορθότητα της εκφοράς του να γίνει ενσυνείδητη πράξη, πάγια συνήθεια και πρακτική αταλάντευτη.
Συνακόλουθο φαινόμενο των διαστημάτων είναι οι έλξεις. Όπως γνωρίζουμε, στην Ψαλτική έχουμε φθόγγους δεσπόζοντες και άρα σταθερούς, και φθόγγους υποτασσόμενους και άρα κινούμενους. Οι έλξεις, νόμος της φύσεως, κατά τους θεωρητικούς της Ψαλτικής, δεν είναι παρά η κίνηση των υποτασσόμενων φθόγγων του ήχου προς τους δεσπόζοντές του. Βασικό συστατικό των ήχων οι έλξεις συμπληρώνουν το άκουσμα κάθε ήχου και ενισχύουν την εκφραστικότητά του. Η εκτέλεση των έλξεων δεν είναι πάντα στατική, αλλά εκφράζεται άλλοτε με βαθμηδόν κίνηση του ελκομένου φθόγγου προς τον δεσπόζοντα και άλλοτε με κάποια ανάλυση. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται σύνεση και διάκριση στην εκτέλεσή τους. Ασφαλής οδηγός στην κατανόηση του φαινομένου των έλξεων δεν είναι μόνον οι θεωρητικές πραγματείες, που αναφέρονται στο ποσόν της έλξεως, αλλά κυρίως οι παραδοσιακές ερμηνείες που αποτυπώνουν το ποιόν της έλξεως.
Ακόμη, μέγεθος σχετιζόμενο με τα διαστήματα, τα συστήματα και το ήθος κάθε ήχου είναι το ισοκράτημα, στο οποίο δεν θα αναφερθούμε διεξοδικά, καθώς αποτελεί ξεχωριστό θέμα προς ανάπτυξη. Υφολογικά το ισοκράτημα επιβάλλεται λιτό ως προς τις αλλαγές και διακριτικό ως προς την ένταση της φωνής, διότι σκοπός του δεν είναι να αναδειχθεί το ίδιο (σαν ένα είδος δεύτερης φωνής), αλλά να αναδείξει το μέλος. Λειτουργεί ακριβώς όπως το βάθος της εικόνας (fondo) στην αγιογραφία, πρέπει δηλ. να γίνεται αντιληπτό μόνον όταν απουσιάζει. Από θεωρητικής απόψεως το ισοκράτημα ταυτίζεται τονικά με την βάση του τετραχόρδου ή πενταχόρδου κάθε ήχου στηρίζοντας έτσι και αναδεικνύοντας το τετράχορδο ή το πεντάχορδο αντιστοίχως, καθώς και την ιδιαίτερη δομή και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του ήχου.
Μια δεύτερη ψαλτική σταθερά είναι ο χρόνος. Χρόνος είναι η χρονική διάρκεια που δαπανάται, για να προφερθεί κάθε φωνητικός χαρακτήρας (ίσον, ολίγον κ.λπ.). Μονάδα μέτρησης του χρόνου είναι ο πρώτος χρόνος του μουσικού κειμένου, ο οποίος καθορίζεται ως η διάρκεια κάθε φωνητικού χαρακτήρα (εκτός της υπορροής που περιλαμβάνει δύο χρόνους – φωνητικούς χαρακτήρες). Κάθε φωνητικός χαρακτήρας έχει απόλυτη χρονική αξία και ισούται με όλους τους χρόνους του μουσικού κειμένου. Η χρονική όμως διάρκεια κάθε χρόνου δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική και εξαρτάται από την ταχύτητα ή την βραδύτητα με την οποία εκτελείται η μουσική σύνθεση.
Τί σημαίνει όμως χρόνος στην πράξη και τί συνέπειες έχει η πιστή τήρηση ή όχι της σταθεράς αυτής; Σημαίνει πρώτα απ᾿ όλα ότι με την ταχύτητα που αρχίζουμε να ψάλλουμε ένα μέλος, με την ίδια συνεχίζουμε ως το τέλος· ούτε πιο γρήγορα, ούτε πιο αργά. Αλλιώς, αν στην αρχή του μέλους δαπανάμε π.χ. μισό δευτερόλεπτο για κάθε φωνητικό χαρακτήρα και καταλήγουμε να δαπανάμε τρία τέταρτα του δευτερολέπτου, αυτό σημαίνει ότι όσο ψάλλουμε ένα μέλος, τόσο επιβραδύνουμε την εκτέλεσή του. Αυξάνοντας ή μειώνοντας λοιπόν την αξία του δαπανώμενου χρόνου, μεταβάλλουμε την χρονική αγωγή, σπαταλάμε άσκοπα λειτουργικό χρόνο προκαλώντας ασυναίσθητα άγχος στον ακροατή, όταν σμικρύνουμε την χρονικά αξία, και ανία, όταν μεγεθύνουμε την χρονική αξία των απλών χρόνων.
Δυστυχώς η σταθερά του χρόνου είναι η πιο περιφρονημένη στον ψαλτικό χώρο. Ενώ δεν είναι μέγεθος διαπραγματεύσιμο, έχει καταλήξει να θεωρείται επιλογή των ψαλτών. Ακόμη και μεγάλοι ψάλτες καθιέρωσαν το άχρονο ψάλλειν, είτε από αδυναμία είτε από επιλογή, ενώ οι επίγονοί τους θεώρησαν αυτονόητο δικαίωμα να ψάλλουν κατά το δοκούν, εγχρόνως ή όχι, πράγμα μουσικώς άτοπο. Ο χρόνος είναι απαραίτητο στοιχείο της ψαλμωδίας, η οποία χωρίς αὐτόν φαντάζει ανολοκλήρωτη, ανιαρή, ανίκανη να συγχρονίσει τον εσωτερικό κόσμο του πιστού με τον λειτουργικό λόγο.
Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε δύο λαμπρά παραδείγματα ψαλτών, των οποίων η ερμηνεία είναι υποδειγματική ως προς την συνεπή τήρηση της σταθεράς του χρόνου. Πρόκειται για τον μακαριστό Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Θρασύβουλο Στανίτσα και τον Παναγιώτη Νεοχωρίτη, Τοποτηρητή Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Κατακλείοντας την αναφορά στο μέγα θέμα και πρόβλημα του χρόνου θα θέλαμε να πούμε ότι ο χρόνος στην Ψαλτική θεραπεύεται αφ᾿ ενός όταν μελετούμε με την βοήθεια μετρονόμου και αφ᾿ ετέρου με την προσήλωσή μας σε ψαλτικά ακούσματα, που χαρακτηρίζονται για το έγχρονο της απόδοσής τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο χρόνος έχει να κάνει με την εσωτερική εγρήγορση του ερμηνευτή, με την αυτοπειθαρχία του και με την ερμηνευτική του αυτοσυγκράτηση.
Ένα τρίτο δομικό, απαραίτητο και σημαντικώτατο στοιχείο της Ψαλτικής είναι ο ρυθμός. Ρυθμός ονομάζεται η διαίρεση της μελωδίας με ορισμένη τάξη σε ομάδες ή αθροίσματα χρόνων. Ορίζεται και ως η εναλλαγή ακουστικής ανομοιότητας στην ένταση κατά την προφορά των φωνητικών χαρακτήρων της μουσικής. Τα μέρη του ρυθμού ονομάζονται ρυθμικοί πόδες επειδή δεικνύονται με τα πόδια στον χορό. Με απλούστερα λόγια ρυθμός είναι η οργάνωση των απλών χρόνων, που αναφέραμε παραπάνω, σε ρυθμικά σχήματα (δίσημος, τρίσημος, τετράσημος κ.ο.κ.). Πρακτικά ρυθμός σημαίνει τονισμός, παλμός. Ο ρυθμός είναι η ψυχή, όπως λέγεται, της ψαλμωδίας. Χωρίς αυτόν το μέλος είναι νεκρό· είναι σώμα ασπόνδυλο, που αντί να βαδίζει χαριέντως, αντί να χορεύει, σύρεται πληττόμενο από την ερμηνευτική αναπηρία της απουσίας του ρυθμού.
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε, πρώτον ότι η αυξομείωση της έντασης της φωνής κατά τα πρότυπα των δυτικών μουσικών όρων forte και piano δεν απαντώνται στις παραδοσιακές ερμηνείες και η χρήση τους ζημιώνει την αίσθηση του ρυθμού τόσο στον ερμηνευτή, όσο και στον ακροατή, και δεύτερον, κακώς ταυτίζονται οι έννοιες χρόνου και ρυθμού. Χρόνος σημαίνει ότι οι χρονικὲς μονάδες (ίσον, ολίγον κ.λπ.) πρέπει ισόχρονα να εκτελούνται, ενώ ρυθμός είναι η οργάνωση των μονάδων αυτών σε ρυθμικά σχήματα με βάση τον τονισμό των λέξεων ή των μελωδικών φράσεων. Απόρροια της σύγχυσης χρόνου και ρυθμού είναι η λανθασμένη άποψη, ότι εφ᾿ όσον ψάλλουμε με ρυθμό, παλμό, τονισμό λέξεων και μουσικών φράσεων, δεν χρειάζεται να επιμένουμε στην ισόχρονη ακρίβεια εκτέλεσης των μουσικών φθόγγων. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια ακόμη ερμηνευτική χωλότητα, διότι ο χρόνος χωρίς τον ρυθμό, χωρίς τον παλμό, προκαλεί ανία, ενώ ο ρυθμός χωρίς τον χρόνο διαταράσσει τις συνθήκες συντονισμού ακροατηρίου και ερμηνευτή, που είναι και ο σκοπός της μουσικής και δη της ιεράς και λειτουργικής αυτής τέχνης.
(συνεχίζεται)