Η Χριστοποίηση της ζωής κύριο χαρακτηριστικό του ευαγγελικού τύπου θρησκευτικής ζωής (Δημήτρης Τσιολακίδης)
10 Νοεμβρίου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2eUNfpF]
Πέμπτος τύπος είναι το ευαγγελικό μονοπάτι. Αυτός ο τύπος όμοια παντοτινός όπως και η αναγγελία της Καλής είδησης, δεν έπαψε ποτέ να αναπνέει μέσα στην αγκαλιά της Εκκλησίας και να εκπέμπει για το πλήθος στα πρόσωπα των Αγίων, το καθαρό αμόλυντο Φως, που κάποτε φωτίζει με το αντικαθρέφτισμά του και τους δίκαιους που ζουν έξω από το σώμα της Εκκλησίας. Το χαρακτηριστικό του ευαγγελικού τρόπου πνευματικής ζωής κείται πέρα από την χριστιανοποίηση ή την εκκλησιοποίησή της. Βάση του αποτελεί η Χριστοποίηση όλης της ζωής η οποία θεμελιώνεται στη ρήση: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»(Γαλ. 2’20) Η εικόνα του Θεού, η εικόνα του Χριστού, είναι η όντως αληθινή και απτή ουσία της ύπαρξης και η γνήσια υπόστασή της. Κάθε κίνηση της ψυχής, κάθε πράξη αντικατοπτρίζει αυτή την εικόνα η οποία υποστασιάζεται στην ολότητα της «Καλής Είδησης» (Εύ-αγγέλιο) του Χριστού όπως ο ίδιος μας την παρέδωσε στους Μακαρισμούς και στις εντολές να αγαπούμε τον Θεό και να αγαπούμε τον συνάνθρωπό μας. Σε αυτή την αποκάλυψη λοιπόν, δηλαδή του μυστηρίου της αγάπης, σημαίνεται εξ ολοκλήρου η επίγεια παρουσία του Χριστού. Στον ευαγγελικό τρόπο ζωής η αγάπη ανθεί γιατί κάθε φορά που οράται και αποζητά τη θέαση της μιας εικόνας διακρίνει και την άλλη. Η αγάπη συνέχει την αλληλοπεριχώρηση των δύο εικόνων και συνέχεται από αυτήν, τη διακρατεί και διακρατείται. Αυθεντική ευαγγελική αγάπη σημαίνει πως σε κάθε έλαμψη και κάθε φωταύγεια του υπαρξιακού φάσματος πάλλονται δονούνται και αποκαλύπτονται οι δύο όψεις της όντως ύπαρξης. Έτσι σε κάθε άνθρωπο αναγνωρίζεται η αληθινή εικόνα του Θεού. Χωρίς αυτή την κατάκτηση δε μπορεί να σταθεί και να υπάρξει ο ευαγγελικός τύπος θρησκευτικής ζωής. Και λέμε κατάκτηση γιατί ο κάθε άνθρωπος πρέπει με αυτοθυσία να στρέψει κάθε σκέψη, παρόρμηση, επιθυμία και πράξη, δηλαδή όλο του το είναι προς τον σταυρό της κενωτικής αγάπης. Απόλυτο κριτήριο σε αυτή την πορεία είναι η διέλευση από την ατραπό του Θεανθρωπισμού. Η ενσάρκωση του Θεού Λόγου και η εν Χριστώ ζωή, είναι οι ευαγγελικές αρχές που σημασιοδοτούν και κατευθύνουν τον υπαρξιακό και τελικά σωτήριο για την ψυχή διάλογο.
Όπως έχει ήδη καταγραφεί ανάμεσα στις προκλήσεις τις οποίες καλείται να ανταποκριθεί η Εκκλησία αυτές που άπτονται κατά κύριο λόγο του ποιμαντικού της έργου αφορούν τα προβλήματα της πνευματικής ζωής κάθε χριστιανού. Στο κατ’εικόνα Θεού πρόσωπο έκαστου μέλος της Εκκλησίας καθρεφτίζεται ολόκληρη η Εκκλησία η οποία ως σώμα Χριστού είναι σύναξη προσώπων με απώτερο σκοπό την κατάκτηση της αγιότητας και τελικά της θέωσης[27]. Δοθέντος ότι η Εκκλησία κινείται σε δύο επίπεδα το χαρισματικό και το θεσμικό τα οποία συνδέονται οργανικά μεταξύ τους, γίνεται αντιληπτό ότι είτε πρόκειται για ενδογενή προβλήματα είτε για εξωγενή, τα προβλήματα αυτά αφορούν κάθε μέλος της Εκκλησίας και σε πρώτο βαθμό βιώνονται και αντιμετωπίζονται ατομικά. Όποια πρόκληση καλείται να αντιμετωπίσει η Εκκλησία είναι ίδια με τις καθημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κάθε ενσυνείδητος χριστιανός. Η διαφορά μεταξύ του κλήρου και του ποιμνίου έγκειται στην ευθύνη που έχει αναλάβει ο πρώτος για το δεύτερο. Σε αναλογία με το βαθμό ιερωσύνης βρίσκεται και το επίπεδο της ευθύνης. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά αναγκαία τη γενίκευση των προβλημάτων της εκκλησιαστικής ζωής και αφήνει έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο γαι περιθωριοποίηση και υποβιβασμό του προσωπικού χαρακτήρα της πνευματικής ζωής.
Ο έντονος προσωπικός χαρακτήρας της ορθόδοξης πνευματικής ζωής σταθμίζεται από την συστατική θεολογική και ανθρωπολογική της αρχή που είναι η αρχή του προσώπου-υπόσταση. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και η εποπτεία της πνευματικής πορείας του κάθε ανθρώπου αισθητοποιείται και επικυρώνεται μέσω του μυστηρίου της πνευματικής πατρότητας και της ιδιαίτερης σχέσης του πνευματικού πατρός και του πνευματικού τέκνου που αυτή συνεπάγεται[28].
(συνεχίζεται)