«Ψαλτικής σταθερές»: Τα αδιαπραγμάτευτα και σταθερά στοιχεία ερμηνείας του βυζαντινού μέλους (2ο μέρος)
15 Νοεμβρίου 2016
Η τέταρτη ψαλτική σταθερά, συμφυής με τον χρόνο και τον ρυθμό, είναι η χρονική αγωγή, που δεν είναι παρά η απόλυτη αξία της χρονικής μονάδος, η οποία καθορίζει πόσο γρήγορη ή πόσο αργή είναι κάθε κίνηση στον ρυθμικό πόδα. Απλούστερα, χρονική αγωγή είναι η ταχύτητα με την οποία ψάλλουμε ένα μέλος. Το πόσο αργή ή σύντομη είναι η χρονική αγωγή σχετίζεται με το πόσοι απλοί χρόνοι εκτελούνται κατά την διάρκεια ενός λεπτού της ώρας, π.χ. αν η χρονική αγωγή προβλέπεται να είναι 100 (χτύποι), αυτό σημαίνει ότι σε 60 δευτερόλεπτα θα ψάλλουμε 100 χρόνους, δηλ. 100 φωνητικούς χαρακτήρες.
Η χρονική αγωγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χαρακτήρα των ειδών της μελοποιίας (ειρμολογικό, στιχηραρικό, παπαδικό) και των διαφόρων συνθέσεων. Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, ο οποίος διαμορφώνει το λεγόμενο ήθος της μελοποιίας και κατά συνέπεια το συναίσθημα που γεννάται στον ακροατή από το ανάλογο άκουσμα κάθε φορά.
Το μουσικό αυτό ήθος, όπως αναφέραμε παραπάνω, διακρίνεται σε διασταλτικό, συσταλτικό και ησυχαστικό. Διασταλτικό (εκ του διαστέλλω, δηλ. ευρύνω) είναι το ήθος που κρατεί τον ακροατή σε εγρήγορση μεσω της ταχείας εναλλαγής των νοημάτων και της σχετικά σύντομης χρονικής αγωγής. Αρμόζει σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, εκφράζει δοξολογία και χαρά, εμπνέει ενθουσιασμό και ανδρείο φρόνημα. Συσταλτικό (εκ του συστέλλω, δηλ. περιορίζω) είναι το ήθος που προκαλεί αίσθημα μετανοίας, χαροποιού πένθους, ταπεινώσεως, με λίγα λόγια εμπνέει την συστολή· ο σκοπός του ήθους αυτού επιτυγχάνεται και με την αργότερη χρονική αγωγή. Τέλος, το ησυχαστικό ήθος εκφράζει την εσωτερική καταστάση ειρήνης, κατευνάζει τα πάθη, εξουδετερώνει τον κοσμικό θόρυβο και τους λογισμούς, και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις μέσω της αργής και με ολιγόλογο κείμενο μελωδίας, όπως το χερουβικό και το κοινωνικό, ώστε ο νους να μην περισπάται αλλά να σιγά με την νηπτική έννοια του όρου, κατά το «σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία».
Επισημαίνουμε συνακόλουθα ότι τα διάφορα είδη-κατηγορίες τροπαρίων ψάλλονται κατά την δική τους χρονική αγωγή. Τα απολυτίκια ψάλλονται συντομότερα από τα κοντάκια· τα καθίσματα αργότερα από τους αναβαθμούς· οι κανόνες συντομότερα από τις καταβασίες· η «Τιμιωτέρα» συντομότερα από τα εξαποστειλάρια κ.ο.κ. Οι χρονικές αγωγές των διαφόρων μελών έχουν καθοριστεί από την παράδοση σε ένα ευρύτερο ελαστικό πλαίσιο, ωστόσο η πολυετής εμπειρία στο αναλόγιο, καθώς και οι παραδοσιακές εκτελέσεις στέκονται αρωγοί μας στην ανάπτυξη του αισθητηρίου της κατάλληλης κάθε φορά χρονικής αγωγής. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τον πίνακα με τις διάφορες χρονικές αγωγές που έχει δημοσιεύσει ο Θρασύβουλος Στανίτσας στο παράρτημα του Τριωδίου του – αν και αρκετές απ᾿ αυτές δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα μήτε και τηρούνται πάντοτε από τον Άρχοντα στις ερμηνείες του.
Γεγονὸς πάντως είναι πως οι ψάλτες αλλά και οι λειτουργοί ψάλλοντας ή εκφωνώντας σε λανθασμένες χρονικές αγωγές κουράζουν τον λαό του Θεού. Συνεπώς, η χρονική αγωγή μελών και εκφωνήσεων, όταν προσαρμόζεται καλώς στο όλο νόημα και ήθος της ψαλμωδίας, αποδεικνύεται καθοριστική συνιστώσα μιας λατρείας ευχάριστης, «εύκαμπτης», εκφραστικότερης και ζωντανής.
Θα πρέπει τέλος να επισημάνουμε ότι οι ταχείς ρυθμοί της σύγχρονης ζωής έχουν επηρεάσει και την αντίληψη των πιστών, κληρικών και λαϊκών, υπέρ της ταχύτερης χρονικής αγωγής της ψαλμωδίας, οπότε αυτό είναι ανάγκη να ληφθεί υπ᾿ όψιν, εφ᾿ όσον είμαστε ψάλτες στο έναγχο σήμερα και όχι στο ολιγομέριμνο χθες.
Πέμπτη σταθερά του εκκλησιαστικού μέλους είναι τα σημεία ποιότητος – κατά τους παλαιούς χειρονομικά σημάδια – που υποδεικνύουν τις λεγόμενες αναλύσεις και τα διάφορα ποικίλματα, τις «κινήσεις της ψυχής», όπως θα έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής. Το σπουδαίο και άκρως ενδιαφέρον θέμα των αναλύσεων – ορθότερα της ερμηνείας – έχει να κάνει με τον διαφορετικό τρόπο παρασήμανσης της ίδιας μελωδικής θέσης, πότε με την χρήση λιγότερων και πότε περισσότερων μουσικών χαρακτήρων.
Ο ποιοτικός αυτός εμπλουτισμός του μέλους το κάνει πιο ευχάριστο στην ακοή, καθώς αποφεύγεται η ξηροφωνία, που καμία σχέση δεν έχει με την ψαλτική παράδοση. Οι αναλύσεις από μόνες τους αποτελοῦν ευρύτατο θέμα, το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί μέσα σε λίγες γραμμές. Περιοριζόμαστε να πούμε ότι δεν εκτελούμε τα σημεία ποιότητος ψυχαναγκαστικά ή δεοντολογικά υπακούοντας απλώς σε κανόνες της θεωρίας και της μουσικής ορθογραφίας. Οι αναλύσεις είναι μέρος σύνολης της ερμηνείας, γι᾿ αυτό και υποτάσσονται αρμονικά στην φυσιολογική ροή του μουσικού κειμένου. Αποφεύγουμε ταυτόχρονα και την επιτήδευση αλλά και την ξηροφωνία, την άρνηση δηλ. εκτέλεσης ποιοτικών σημείων γιατί τάχα πρέπει να ψάλλουμε μόνο ό,τι βλέπουμε – παρεμπιπτόντως κανένας παραδοσιακός ψάλτης δεν ψάλλει μόνο ό,τι βλέπει. Τόσο η επιτήδευση, όσο και η ξηροφωνία ζημιώνουν εξ ίσου την ψαλμωδία. Βέβαιο πάντως είναι πως απαιτείται άσκηση και πείρα πολλών ετών, για να μάθουμε να εκφραζόμαστε μέσα από τις αναλύσεις και να μην τις εκτελούμε μηχανικά. Χρειάζεται ακόμη ωριμότητα για να κατανοήσουμε το πως, το πότε, το γιατί των αναλύσεων· για να εντοπίσουμε την σχέση του κάθε ήχου και του κάθε είδους μελοποιίας με τα αντίστοιχα ποικίλματα, που αναδεικνύουν την μουσική του ιδιοσυγκρασία· για να συνειδητοποιήσουμε ότι το ίδιο μέλος διαφορετικά εκτελείται σε διαφορετικές στιγμές της ακολουθίας· για να μάθουμε να προσαρμόζουμε την ερμηνεία μας στην χρονική αγωγή και στην προσωπική μας φωνητική δεξιότητα. Αυτονόητα, τέλος, είναι ανάγκη να ποικίλλουμε το μέλος λαμβάνοντας πάντοτε υπ᾿ όψιν ότι η ερμηνεία των ποιοτικών σημείων οφείλει να εκφράζει τον δικό μας χαρακτήρα, τον δικό μας εσωτερικό κόσμο, την δική μας ψαλτική ιδιοπροσωπία, εξωστρεφή ή όχι, μοναστηριακή ή κοσμική, μονοφωνική ή χορωδιακή.
Βοηθητικὸ μέσο για την καλλιέργεια της μουσικής διάκρισης σχετικά με τις αναλύσεις και την οργανική συνάφειά τους με την όλη ερμηνεία, έχει το παραδοσιακό άκουσμα σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη παρακολούθηση του αντίστοιχου μουσικού κειμένου. Ενδεικτικό της δυνατότητας, που δίνεται σε όσους θέλουν να εμβαθύνουν, είναι το μνημειώδες εκδοτικό έργο του Μανόλη Χατζηγιακουμή, Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής και Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής, στο οποίο αποτυπώνονται κορυφαίες ερμηνείες μεγάλων και σπουδαίων μουσικών μαθημάτων και ερμηνευτών συνοδευόμενες με τα ερμηνευόμενα μουσικά κείμενα.
Όλα τα ανωτέρω δομικά στοιχεία της Ψαλτικής καταστέφονται από την έννοια του ύφους, που ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα υφαίνω. Ο καλός ψάλτης, ο άρτιος ερμηνευτής της παραδοσιακής υμνωδίας λειτουργεί όπως η υφάντρα που συνδυάζοντας υφάδι και στημόνι, χρώματα και σχέδια, δημιουργεί το δικό της αριστούργημα, απλό ή σύνθετο, λιτό ή πολυτελές, λαϊκής ή αστικής τέχνης. Ομοίως ο ψάλτης συνδυάζοντας διαστήματα, χρόνο, ρυθμό, ανάλογη χρονική αγωγή και προσεκτική έκφραση των ποικιλμάτων δημιουργεί το δικό του καλλιτέχνημα και το προσφέρει στην Εκκλησία. Η ορθή και με αναφορά στις πηγές της ψαλτική παιδεία οδηγεί αναπόδραστα στην απόκτηση του λεγομένου εκκλησιαστικού ύφους, στο να καταστεί δηλ. η προσωπική μας προσπάθεια λειτουργική τέχνη, θεραπαινίδα της λατρείας του ζώντος Θεού.
Περατώνοντας την αναφορά αυτή στις σταθερές της Ψαλτικής δεν θα μπορούσαμε να μη σημειώσουμε ότι η Ψαλτική στην ουσία της δεν είναι αυτόνομη τέχνη, αλλά εξάπαντος διακονία του εκκλησιαστικού και υμνογραφικού λόγου. Και η διακονία αυτή όσο φροντισμένη και αν είναι, όσο καλλιτεχνικά άρτια, αν η εκφορά του λόγου δεν είναι ευκρινής, αν βασιλεύει ένα άκουσμα έρρινο ή ανορθόφωνο, τότε σε μεγάλο βαθμό ματαιώνεται η μουσική προσπάθεια, που με κόπο καταβάλλουμε. Η σαφήνεια και η καθαρότητα στην εκφορά του λειτουργικού λόγου είναι προαπαιτούμενο για την τελέση μιας λατρείας κατ᾿ εξοχήν λογικής.
Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από τον πρόλογο Ιωάννου του Λαμπαδαρίου και Στεφάνου του Α΄ Δομεστίχου της Μεγάλης Εκκλησίας, δημοσιευμένο στην Μουσική Πανδέκτη (Κωνσταντινούπολη, 1850), που εξέδωσαν από κοινού:
«…Ιδία δε προς τους μουσικολογιωτάτους ιεροψάλτας των αγίων του Θεού Εκκλησιών, και μάλιστα τους πρωτοπείρους αυτών, καθήκον ως εκ της θέσεως ημών επιβεβλημένον νομίζομεν, ίνα παρακαλέσωμεν αυτούς απέχειν από πάσης ξενοφωνίας, επιμένοντας πιστώς και απαρεγκλίτως εις το αρχαίον και γνήσιον ύφος της Εκκλησιαστικής υμνωδίας, το σεμνόν, το κατανυκτικόν, το σοβαρόν, το σώφρον τε και νηφάλιον. Τούτο δε κατορθώσουσιν, εὰν προ της χοροστατικής απαγγελίας προμελετώσι και άπαξ και δις και πολλάκις τα ψαλησόμενα μαθήματα, και μάλιστα συμμελετώσιν άπαντες οι του χορού, ίνα φυλάττηται μεν απαράχορδος η συμφωνία, συμβαίνη δε και συγχορεύη, ούτως ειπείν, ο χρονικός ρυθμός ευτάκτως και απαρενσαλεύτως, εάν προεξερευνώσι είτε οίκοθεν, είτε εκ διδασκαλίας άλλων την έννοιαν και την δύναμιν των ιερών της Εκκλησίας ασμάτων, και επί πάσιν, εάν εν τω μέλπειν αυτά έχωσι πάντοτε την διάνοιαν ανυψωμένην προς τον ύψιστον Θεόν τον κλίνοντα το ούς αυτού εις τας δεήσεις και ικεσίας των πιστών αυτού λατρευτών, και ψάλλωσι μετ᾿ ευλαβείας, συντριβής τε και κατανύξεως, δοξολογούντες το υπερύμνητον αυτού όνομα και εξαιτούμενοι το πλούσιον αυτού έλεος, ευκρινώς προφέροντες τα της ικεσίας και δοξολογίας ρήματα περίτρανα και διηρθρωμένα, ίνα γένωνται και τοις ακροωμένοις ευξύνετα, μηδέ συμπνίγοντες αυτά εις την ασημαντόλογον φωνασκίαν και τον διακνέοντα τας ακοάς διάρρινον και νυσταλέον τονθορισμόν, στερούντες ούτω της πνευματικής τροφής, και εις τα μέγιστα ζημιούντες τον λαόν του Κυρίου τον περιούσιον· αναλογιζέσθωσαν δε διηνεκώς, ότι η επίγειος της Εκκλησίας χοροστασία οφείλει είναι εικών και μίμησις της ουρανίου χοροστασίας, και ότι οι εν ταις Εκκλησίαις ψάλλοντες εικονίζουσι τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ τα διαπαντός υμνούντα και δοξολογούντα της δόξης τον Κύριον, επομένως ότι πολλής και μεγάλης χρήζει της προσοχής, όστις μέλλει, ίνα τολμήση ακατακρίτως ανοίξαι τα χείλη αυτού εν τω μέσω της Εκκλησίας και εκφωνήσαι τας θείας αινέσεις ως εκ παντός του της Εκκλησίας πληρώματος. Έρρωσθε εν Κυρίω και εύχεσθε υπέρ ημών!».