Παράδοση, κώδικας ήθους (Γιώργος Ξεινός, Γιατρός – Λογοτέχνης)
26 Νοεμβρίου 2016
Η ευκολία επίκλησης της παράδοσης προκειμένου να δικαιολογηθούν πολλές φορές – από διάφορους λόγους και αιτίες – προεπιλεγμένες δράσεις ή στάσεις ζωής, οδηγεί αναπόφευκτα σε σκέψεις και συλλογισμούς για τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε το περιεχόμενό της, κατανοούμε την έννοιά της και αντιλαμβανόμαστε τη σημασία και τον ρόλο της στην καθημερινή ζωή και, φυσικά, στην ιστορική εξέλιξη.
Με περισσή ευχέρεια δραστηριότητες και γεγονότα εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους αποδίδονται συχνά στην επενέργειά της, ερμηνεύονται μ’ αυτή και θεωρούνται προϊόντα της, ενώ μόνο εξ εφαπτομένης θα μπορούσε να πει κανείς ότι σχετίζονται μαζί της. Το φαινόμενο, εξηγείται από το εύρος της έννοιάς της, όπου μέσα του μπορούν να χωρέσουν πολυποίκιλες και παραλλάσσουσες αντιλήψεις. Στο πλατύ αυτό φάσμα του εννοιολογικού προσδιορισμού της παράδοσης χωρούν, καθώς είναι φυσικό, πολυειδείς απόψεις· από τις πιο απλοϊκές ως τις πιο σύνθετες και εξεζητημένες..
Θέλοντας κανείς να γίνει συγκεκριμένος, δεν έχει παρά να αναζητήσει την επικρατούσα άποψη για το τι είναι η παράδοση, ποιο κατά γενική ομολογία το περιεχόμενό της και το πως αυτή εννοιολογικά οριοθετείται. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να προσεγγιστεί το πλαίσιο μιας εμπεδωμένης στην κοινή συνείδηση άποψης.
Εκείνο που αποκομίζει κανείς ακούγοντας τον κόσμο να μιλά για την παράδοση, είναι η εντύπωση ότι παράδοση σημαίνει νοσταλγική αναδρομή στο εθνοτικό παρελθόν, καταφυγή στις ρίζες, ανάκληση της καταγωγής, ενεργοποίηση της μνήμης, αναβίωση του τελετουργικού μιας περασμένης εποχής και άλλα παρεμφερή, παρεμφαίνοντα την επίμονη προσπάθεια αναγωγής σ’ ένα – λίγο ή πολύ – όχι ιδιαίτερα απομακρυσμένο χτες. ΄Ενα εξωραϊσμένο χτες, του οποίου παραβλέποντας τα όποια ψεγάδια και αποσιωπώντας τις όποιες σκιές του επιχειρούμε την αποκατάσταση και αναστήλωσή του στο παρόν.
Πόσο όμως η αντίληψη αυτή ανταποκρίνεται στην έννοια της παράδοσης και την ακρίβεια του προσδιορισμού του περιεχομένου της; Όλοι οι αναφερθέντες παραπάνω μηχανισμοί και άλλοι, οι οποίοι ενδεχομένως θα μπορούσαν να συναριθμηθούν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, παραπέμπουν στο «παραδεδομένο τοις μετέπειτα» και το «καταλελειμμένο ως κληρονομίαν»[1] και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει τη μετοχή τους στη διατήρηση της μνήμης και την ανάσυρση μέσα από αυτή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του παρελθόντος. Όμως η βασική αυτή λειτουργία διατήρησης και καταγραφής της μνήμης, δεν είναι παρά ο πρόδομος της παράδοσης· ένας προθάλαμος όπου συλλέγεται η ύλη της ιστορικής εμπειρίας. Αυτός ο πλούτος από την στοιβαγμένη, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, γνώση, αποτελεί πέρα πάσης αμφιβολίας, ένα πολύτιμο υλικό, μια πρώτη ύλη που από μόνη της δεν είναι παρά αδρανής ουσία.
Το πώς μπορεί να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί, καθώς και το πώς, πότε και γιατί θα χρησιμοποιηθεί, αν χρησιμοποιηθεί, αυτό το σε μουσειακή ακινησία ευρισκόμενο υλικό, είναι μια υπόθεση πολύ συνθετότερη και διαφορετικότερη από τη δραστηριότητα της συλλογής και της αποθησαύρισής του. Μια υπόθεση που δεν περιορίζεται στα όρια της χρηστικής διαχείρισης κεκτημένου, αλλά επεκτείνεται στην κατάκτηση και καλλιέργειά του, που βρίσκεται σε άμεση σχέση αφ’ ενός μεν με τον τρόπο θεώρησης και φιλοσοφίας της ιστορίας, αφ’ ετέρου με τον οραματισμό και σχεδιασμό του μέλλοντος. Μια υπόθεση, τέλος, που συναρτάται με το πώς αντιλαμβανόμαστε την παράδοση.
Αν επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε προσδιοριστικά την αντίληψη περί την παράδοση με βάση τον τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποιούμε και μεταχειριζόμαστε, ως επί το πλείστον, τα μνημεία του πολιτισμού μας, θα οδηγηθούμε σε κάποιες αξιοσημείωτες παρατηρήσεις.
Μιλάμε λόγου χάρη για το δημοτικό τραγούδι, εντάσσοντάς το, αυθόρμητα και χωρίς δεύτερη κουβέντα, στην παραδοσιακή μας μουσική, ενώ μόνο μετά από σκέψη συνειδητοποιούμε ότι αποτελεί μνημείο του λόγου, αποφεύγοντας ωστόσο να χρησιμοποιήσουμε τον όρο παραδοσιακή ποίηση. Στη συνείδησή μας δηλαδή το δημοτικό τραγούδι ως είδος, βρίσκεται κατηγοριοποιημένο στη μουσική μας παράδοση ενώ στην πραγματικότητα είναι, ταυτόχρονα και ίσως και πρωτοβάθμια, αναπόσπαστο μέρος της λογοτεχνικής μας παράδοσης.
Η ασυναίσθητη αυτή διάκριση, δείχνει όχι μόνο την παρανόηση αναφορικά με το είδος του μνημείου και την κατάταξή του, αλλά και τη διαβάθμιση της σημασιολόγησής μας για καθένα από αυτά τα είδη.
(συνεχίζεται)