Ο Τριαδικός Θεός: βασικότερη θεολογική αλήθεια η έννοια του ακαταλήπτου της θείας ουσίας του Τριαδικού Θεού (Βασίλειος Γκρίλλας, Θεολόγος, ΜΑ Θεολογίας)
7 Νοεμβρίου 2018
Ο Τριαδικός Θεός, στην Ορθόδοξη Θεολογία, είναι κατ’ εξοχήν το ζων υποκείμενο μέσα σε μία εντελώς ιδιάζουσα σημασία εντός της τριαδικής υποστάσεως. Ο μυστηριώδης Θεός, ως αντικείμενο της λογικής διεργασίας του ανθρώπου, καθίσταται παράλληλα και ασύλληπτο Υποκείμενο για την ανθρώπινη σκέψη [1]. Μέσα, ωστόσο, από αυτή την δυναμική, ο ανθρώπινος νους οδηγείται σε βαθύτερη κατανόηση της ενέργειας του Θεού, που του παρέχει μια άλλη δυναμική γνώσης, η οποία διαρκώς ερευνά και η οποία, παράλληλα και διαρκώς, υποτάσσεται στον όντος όντα Θεό [2]. Το ακατάληπτο, στην βάση αυτών των τοποθετήσεων, δεν αποτελεί μία επιβεβαιωμένη αλήθεια από το λογικό του ανθρώπου και σαφώς δεν αποτελεί το αποτέλεσμα οποιασδήποτε απόπειρας κατανοήσεως του Θεού. Σαφώς, το ακατάληπτον δεν μπορεί να αποτελεί κατάκτηση ή εγχείρημα οποιουδήποτε σοφού.
Αντίθετα, η απόπειρα κατανοήσεως του Θεού προσδιορίζεται στην πρώτη εντολή την οποία λαμβάνει ο άνθρωπος και η οποία ρυθμίζει τη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου [3]. Σε αυτή τη σχέση, ο Θεός δεν προσδιορίζεται και δεν παραμένει ως ο άγνωστος, αλλά επιβεβαιώνεται και ορίζεται ως το μέγα μυστήριο, που καθορίζει ακόμα και τη λογικότητα του ανθρώπου. Ο Θεός δεν μπορεί να είναι απλώς το «κάτι» μέσα στην πολλαπλότητα των πραγμάτων της ίδιας Του της Δημιουργίας. Ουσιαστικά, φανερώνεται και καθίσταται ως ο Κύριος των πάντων, στη δυναμικής μίας μοναδικής Κυριότητας [4], η οποία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον άνθρωπο όπως το οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο ή υποκείμενο της δημιουργίας. Αν ήταν εφικτή η κατανόηση της θείας Κυριότητος από την ανθρώπινη λογική, τότε ο Θεός θα μεταβαλλόταν είτε σε έννοια, είτε σε ιδέα, είτε σε αντικείμενο του ανθρώπινου νου και εξ’ ορισμού, θα αποδεικνυόταν κατώτερος, ως αντικείμενο σκέψεως του σκεπτόμενου υποκειμένου που ονομάζεται άνθρωπος [5].
Αποτελεί την βασικότερη θεολογική αλήθεια η έννοια του ακαταλήπτου της θείας ουσίας του Τριαδικού Θεού. Ο ανθρώπινος λόγος, όταν συμμορφώνεται σε αυτή τη αλήθεια αποκτά την αντίληψη της φύσης του ανθρώπινου νου, σε σχέση και αναφορά προς το Θεό [6]. Έτσι απαλλάσσεται από σχήματα αφηρημένων εννοιών περί του Θεού, αποφεύγοντας περιπλανήσεις φιλοσοφικών στοχασμών που στερούνται αλήθειας [7]. Η παραδοχή του ακαταλήπτου του Θεού από τον άνθρωπο, τον θέτει διαρκώς σε μετάνοια έναντι του Θεού, στηριγμένη στη βιωματικότητα της πίστης και της αληθινής γνώσεως, που παράγεται από την ουσιαστική ταπείνωση του δημιουργήματος στο Δημιουργό [8]. Μέσω αυτού του βιωματικού σχήματος, ο άνθρωπος γίνεται λήπτης της θείας αποκαλύψεως και της μυστηριακής δωρεάς του Θεού, που προσφέρει πραγματική γνώση του εν ενεργεία ζώντος και διαρκώς ερχόμενου προς τον άνθρωπο Θεού [9].
Ο άνθρωπος που επιχειρεί την περί Θεού γνώση πρέπει, πρωτίστως, να έχει αναγνωρίσει τις πεπερασμένες διανοητικές του δυνάμεις και να έχει αποδεχθεί την αδυναμία εξερεύνησης του Θεού. Στον θεολογικό λόγο, με δεδομένη την βάση του ακαταλήπτου της θείας ουσίας, δεν είναι εφικτά απλά τα σχήματα του ορθού λόγου ή των επιστημονικών αρχών ή των νόμων του πνεύματος [10]. Η κύρια και σθεναρή πρακτική είναι η προσέγγιση της περί Θεού γνώσης, μέσα από το ουσιαστικό περιβάλλον της Ηθικής, εντός της οποίας συμπλέκεται η ανθρώπινη φύση με το Θείο και ο άνθρωπος μετέχει των ενεργειών του Θεού, προκόπτοντας στην αρετή, στον βίο και στην γνώση. Είναι κατανοητό ότι η θεολογική σοφία, δεν παράγεται από τη λογική ανθρώπινη σκέψη [11], αλλά ουσιαστικά ενεργείται μέσα από την αλλαγή της απλής σκέψης, που στηρίζεται στην ουσιαστική επίγνωση της ανεπάρκειας μπροστά στο μυστήριο της ύψιστης αλήθειας περί του Θεού. Αυτό παράγει στον άνθρωπο σκέψη μετάνοιας, η οποία μπροστά στην ανεξερεύνητη θεία ουσία δημιουργεί κλονισμό, μεταστρέφοντας το βίωμα του ανθρώπου σε μια διαρκή μετοχή στις θείες ενέργειες οδηγώντας αυτόν διαρκώς, στην αληθή Θεολογία [12].
Το ακατάληπτον της θείας ουσίας του Τριαδικού Θεού, αποτελεί μυστηριώδη δωρεά του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Τούτο, διότι ο άνθρωπος αρχίζει την πορεία του προς την θεολογία και μορφώνει περί του Θεού λόγο, μέσα από μια βιωματική, υπαρκτική και ηθική αρχή και όχι μέσα από σχήματα λογικών κρίσεων της πεπερασμένης αρχής του ανθρώπινου λόγου, η οποία μεταβάλλεται κατά την περίπτωση των διαφόρων συγκυριών. Έτσι ο άνθρωπος, οδηγείται στη διαμόρφωση μιας βαθιάς πνευματικής υπόστασης που δύναται να γνωρίσει το Θεό «άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» [13]. Στον άνθρωπο η λογική είναι καταχρηστική. Απόδειξη τούτου είναι η λανθασμένη χρήση της λογικής του Αδάμ που ανάμεσα στο καλό του Παραδείσου και στο κακό της πτώσεως επέλεξε το δεύτερο, αν και γνώριζε τις συνέπειες που θα ακολουθούσαν. Το ακατάληπτό της θείας ουσίας οδηγεί την ανθρώπινη λογική στη πραγματική λογικότητα του Λόγου του Θεού [14] και αυτή η διόρθωση του βίου διορθώνει στην ανθρώπινη φύση την καταχρηστικότητα της λογικής μέσα από τις λάθος επιλογές της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης.
Στο όλο μυστήριο της ζωής και εντός της αποκάλυψης του Θεού στην ιστορία το ακατάληπτο της θείας ουσίας αποτελεί το αίτιο δυναμικής προς τα πνευματικά ανώτερα μιας θετικής σκέψης, που η διανοητική της ενέργεια οδηγεί σε ουσιαστική πνευματική περισυλλογή, βοηθώντας τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει το άγνωστο που βρίσκεται έξω από το περιβάλλον του. Σε αυτό το περιβάλλον ο άνθρωπος κατανοεί την ετερότητα της θείας ουσίας και της ανθρώπινης φύσης και αναγάγεται στη γνώση του Θεού έχοντας διασαφηνίσει την έννοια του ακαταλήπτου [15].