Αποκλίσεις στον τρόπο πρόσληψης και αξιολόγησης της παράδοσης (Γιώργος Ξεινός, Γιατρός – Λογοτέχνης)
29 Νοεμβρίου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2fg6IlR]
Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί κι άλλα παρόμοια παραδείγματα, προκειμένου να καταδείξει τις διάφορες αποκλίσεις που υπάρχουν στον τρόπο, που το κοινό αίσθημα προσλαμβάνει και αξιολογεί το παραδεδομένο. Όμως το φαινόμενο της σύγχυσης δεν οφείλεται αποκλειστικά στο προαναφερθέν κατηγόρημα. Αυτό δεν είναι παρά το έλασσον στην κλίμακα των παραγόντων που προκαλούν την σύγχυση που περιβάλλει την συνολική εικόνα.
Θα ’ταν ευχής έργον το πράγμα να έμενε εδώ· στη διασάφηση δηλαδή των στοιχείων που συναποτελούν το περιεχόμενο της κληρονομιάς και συγκροτούν το σώμα του παραδεδομένου. Θα είχαμε να κάνουμε με την παρεμβολή ενός ελαφρού νέφους, το οποίο μπορεί, βέβαια, να καθιστά δυσδιάκριτα κάποια όρια, είναι παρά ταύτα ανίσχυρο να αλλοιώσει σε βάθος την ουσία των πραγμάτων και να στρεβλώσει τη λειτουργία τους.
Είναι ασφαλώς ενοχλητικό να παραβλέπεται η ιδιότητα του μνημείου του λόγου σ’ ένα δημοτικό τραγούδι, προκειμένου να προταχθεί η μελική του πλευρά, όμως είναι απείρως πιο δυσάρεστο γεγονός η πεποίθηση ότι, η εκτέλεσή του συνοδευμένη από την όρχηση ντυμένων με την ενδυμασία μιας κάποιας εποχής νεαρών και νεανίδων σε κάποια φολκλορική παράσταση, αποτελεί την αποκορύφωσή της και συνέχιση της παράδοσης.
Πρόκειται για μια αυταπάτη περιβεβλημένη τον μανδύα της εκπλήρωσης του χρέους προς τον παραδώσαντα και της επιτέλεσης του καθήκοντος για τη διασφάλιση της τήρησης του παραδοθέντος.
Προφανώς απαιτείται μια εξήγηση και δικαιολόγηση του ισχυρισμού αυτού, ο οποίος εκ πρώτης όψεως θυμίζει αυθαίρετο αφορισμό. Τούτο είναι δυνατό να επιτευχθεί αν επιλέξουμε –λόγω της συχνότητας με την οποία προβάλλεται στον καιρό μας ως κατ’ εξοχή δραστηριότητα συνέχισης της παράδοσης– την ανάλυση της λειτουργίας ενός μουσικοχορευτικού συμβάντος αναφερόμενο στη λαϊκή παράδοση και το οποίο, συνήθως, περιλαμβάνει: α) τη μουσική εκτέλεση ενός επιβιώσαντος στον χρόνο δημοτικού άσματος, β) τον αναλογούντα στο ρυθμό του τραγουδιού χορό, γ) την ενδυμασία των χορευτών που παραπέμπει στην εποχή όπου αναφέρεται το μουσικοχορευτικό θέμα και γ) την παρακολούθηση από κάποιο κοινό.
Κατά κοινή ομολογία μια τέτοια παράσταση θεωρείται επιτυχημένη όταν αφ’ ενός μεν η εκτέλεση του μουσικού και χορευτικού μέρους είναι κατά το δυνατό αρτιότερη και εντυπωσιακότερη, αφ’ ετέρου δε το κοινό χειροκροτεί με θέρμη τους συντελεστές της παράστασης. Αναμφίβολα οι παράμετροι αυτοί αποτελούν ασφαλές κριτήριο της επιτυχίας παρόμοιων προσπαθειών. Ισχύει όμως το ίδιο κριτήριο προκειμένου να χαρακτηριστεί επιτυχής μια πρωτοβουλία, που στοχεύει στην διαφύλαξη και την αειφορία των παραδοσιακών μορφών του λαϊκού ή μη πολιτισμού;
Στο παραπάνω παράδειγμα, από την άποψη της συμβολής στη διάσωση, η άρτια εκτέλεση τότε μόνο αποκτά νόημα και αξία όταν έχει τηρηθεί η σωστή διαδικασία της αναπαραγωγής μουσικών και χορευτικών στοιχείων, τα οποία προηγουμένως ερευνήθηκαν συστηματικά και ανασυστάθηκαν μεθοδικά ώστε να αντανακλούν τον κόσμο, την εποχή και τον πολιτισμό της κοινωνίας της οποίας αποτελούσαν συστατικό και δομικό στοιχείο. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε η αναπαράσταση μπορεί να έχει αξία για τις όποιες αισθητικές αντιλήψεις του παρόντος, είναι όμως μακριά από το να μεταγγίζει την πολιτισμική αντίληψη του χρόνου και του χώρου που μέσα τους δημιουργήθηκε. Στην περίπτωση δε που η όλη διεξαγωγή του εγχειρήματος, υπήκουσε στους όρους και τις προϋποθέσεις της καλλίτερης δυνατής προσέγγισης του παραδεδομένου, τότε βέβαια το ακολούθημα δεν μπορεί παρά να άπτεται της ακεραιότητας και ίσως –κάποιες φορές– ν’ αγγίζει και την τελειότητα. Τότε ανεπιφύλακτα, μπορεί κανείς να συνηγορήσει υπέρ της μεθόδου, όσον αφορά τη συμβολή της στη διάσωση πολιτισμικών εκφάνσεων του παρελθόντος. Ωστόσο δεν μπορεί παρά να είναι επιφυλακτικός για τη μεταβίβαση του πνεύματος του αναπαραγομένου, της αιτιώδους δηλαδή συνάφειας με το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκκολάφθηκε και διαμορφώθηκε.