Το αποστολικό κήρυγμα στον ύστερο μεσαίωνα (12ος – 14ος αι.) (Δήμητρα Κούκουρα, Καθηγήτρια Ομιλητικής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)
26 Μαΐου 2017
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=160089]
Στο studium generale[14] των Παρισίων οι καθηγητές της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης διδάσκουν και την Ομιλητική στους μοναχούς και στις τάξεις των regolari[15]. O Πέτρος ο υμνωδός[16] διακρίνει τρεις τρόπους για την προσέγγιση της Γραφής: lectio, disputatio, questio, praedicatio[17]. Αποδέκτες ιεράρχες, κληρικοί, μοναχοί και φοιτητές. Σπουδαιότεροι διδάσκαλοι ο Πέτρος Αβελάρδος, ο Πέτρος Λομβαρδός. Αναπτύσσουν αλληγορική ερμηνεία και γενικότερα θέματα. Στα κηρύγματα αυτά αναπτύσσεται η σχολαστική φιλοσοφία και η μορφή τους είναι ο sermo modernus[18] ή θεματικός σε αντιδιαστολή προς την homilia antiqua[19]. Στηρίζεται σ’ ένα «θέμα» (thema, ρητόν) που είναι σύντομο, πλήρες και σαφές, προστρέχει στην αυθεντία της Γραφής ή των Πατέρων και προετοιμάζει τη μετάβαση στο «πρόθεμα» (προοίμιο), το οποίο διαφέρει από το θέμα, όχι όμως τελείως. Έχει λεκτική ή νοηματική συνάφεια και στοχεύει στον συναισθηματικό προσεταιρισμό του ακροατηρίου. Πολλές φορές παραλείπεται.
Ακολουθεί η επίκληση για την επιτυχία του κηρύγματος και στη συνέχεια η εισαγωγή στο θέμα (πρότασις), ένα σύντομο σχόλιο που αιτιολογεί την επιλογή του θέματος. Επόμενο στάδιο είναι η διαίρεσις (divisio, διάθεσις της ύλης). Διακρίνεται σε εξωτερική (divisio externa), η οποία παίρνει μία έννοια από τη θεματική πρόταση, την ερμηνεύει και στη συνέχεια τη διαιρεί σε μέρη και σε εσωτερική (divisio interna), η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στις λέξεις της θεματικής πρότασης και τις ερμηνεύει. Ακολουθεί η confirmatio και η confutatio (αποδοχή θέσεων που συμφωνούν ή αναίρεση θέσεων που διαφωνούν) και η prosecutio, δηλαδή η ανάπτυξη του θέματος, η οποία στηρίζεται σε υποδιαιρέσεις των τμημάτων της αρχικής διαίρεσης και σε υποδιαιρέσεις των υποδιαιρέσεων, στις οποίες προστίθενται οι ορισμοί και οι ερμηνείες. Με αυτόν τον τρόπο παράγεται πλούσια ομιλητική ύλη. Ο λόγος καταλήγει σε ένα συμπέρασμα (conclusio), το οποίο είναι δυνατόν να έχει τη μορφή δέησης, ώστε ο επίλογος του λόγου/κηρύγματος να αποτελεί κύκλο με το προοίμιο που περιέχει κατά κανόνα και αυτό δέηση[20]. Το θέμα παρομοιάζεται με ένα δένδρο, το ρητό που προηγείται με τις ρίζες του δένδρου, η εισαγωγή με τον κορμό και οι διαιρέσεις του θέματος με τα κλαδιά του δένδρου.
Είναι προφανές ότι ο sermo modernus δέχτηκε επιδράσεις από τη δικανική ρητορεία που ήταν περισσότερο διαδεδομένη στη Ρώμη σε σχέση με την επιδεικτική. Τα έργα του Κικέρωνα και του Κοϊντιλιανού[21] ήταν περισσσότερο οικεία στον ιερό Αυγουστίνο σε σχέση με τη Β΄ Σοφιστική που κυριαρχούσε την ίδια εποχή στην Ανατολή. Στον ύστερο Μεσαίωνα ο σχολαστικισμός γνώριζε τη δομή των δικανικών λόγων[22] μαζί με την επιχειρηματολογία της Διαλεκτικής, εφόσον και στη διδασκαλία του trivium (Γραμματική, Ρητορική, Διαλεκτική) η διδασκαλία της Ρητορικής, που ασχολείται με την ομορφιά του λόγου, ήταν ασθενέστερη σε σχέση με τον υπερτονισμό της Διαλεκτικής, που ασκούσε τον νου στην αναζήτηση πειστικών επιχειρημάτων.
Το κήρυγμα που απευθύνεται σε απαίδευτους ακολουθεί εξίσου τη σχολαστική μεθοδολογία, με μόνη διαφορά τη δημώδη λατινική και τη χρήση μιμητικών κινήσεων των χεριών, μορφασμών του προσώπου και κατάλληλου τόνου της φωνής, για να συγκινηθεί ο κόσμος[23]. Για τον ίδιο σκοπό προστέθηκε και το πρόθεμα πριν από το θέμα που περιέχει τη δέηση. Την ίδια εποχή γίνεται ευρεία χρήση και από τα παραδείγματα (exempla), δηλαδή διηγήσεις, ανέκδοτα ή περιστατικά[24] που χρησιμοποιούνται ως επικουρικά μέσα, για να επεξηγήσουν ένα επιχείρημα, όπως είναι οι βίοι των αγίων και ποικίλα θαύματα.
Αδιαμφισβήτητα τον κυρίαρχο ρόλο στη λατινόφωνη ομιλητική παράδοση τον 13ο και 14ο αι. κατέχουν οι τάξεις των επαιτών (ordines mendicantes) των Φραγκισκανών και Δομινικανών[25], οι οποίοι δραστηριοποιούνται στις πλατείες των μεγάλων και των μικρών πόλεων στις εορτές και τις καθημερινές, προπάντων τις ημέρες της Σαρακοστής του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Οι ίδιοι καθιερώνουν το κήρυγμα ως θεμελιώδη μέριμνα της Εκκλησίας, το οποίο μαζί με την εξομολόγηση συνιστά μία αυθεντική ποιμαντική μέριμνα. Οι μοναχοί των ταγμάτων παίρνουν υψηλή μόρφωση που στηρίζεται στο trivium και quadrivium, στην προσωπική μελέτη και συχνά στις θεολογικές σπουδές στο Παρίσι και αργότερα σε άλλες μεσαιωνικές πόλεις. Ο ιδανικός κήρυκας οικοδομεί την Εκκλησία με τη γνώση, με την ικανότητα της προσαρμογής στο κοινό και με το προσωπικό του παράδειγμα.
(συνεχίζεται)