Παπούλιας- Από το δημωδ. παπούλιας-παπούλης, υποκορ.του παππούς, και ο γέρος ιερέας. Οι καταλ. –ούλης/-ούλιας, συνηθέστατες σε επώνυμα, προέρχεται από το μσν. επίθημα -ούλι(ν). Σε επώνυμα η κατάλ. -ούλης τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, πρβλ. Σακκούλης, Γιαννούλης (1402-Κρήτη), Φωτούλης (1318-Στρυμών), Καρδούλης(1303-Χαλκιδική) κτλ. Σήμερα βλ. Γιαννούλης-Γιαννούλιας, Φωτούλης- Φωτούλιας, κτλ.
Παπουτσής- παπουτσής, υποδηματοποιός, τσαγκάρης<τουρ. papuccu
Παρίσης- Από το βαφτ., κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, Παρίσης, <Κυπαρίσσης, από την ευχή: να γίνει ψηλός σαν κυπαρίσσσι, όπως Πολύζος - να έχει πολυζωΐα, Πολυζώης - το ίδιο, Ρίζος - να ριζώσει, Στέριος - να στεριώσει κτλ.
Πατακός- Από το ιδιωμ.(Κρήτη), πατακός, πατακιός, ο μικρόσωμος, ο άσχημος, αρχ. πάταικος.
Πεπονής: ν.ε. πεπόνι<μσν. πεπόνι< ελνστ. πεπόνιον υποκορ. του αρχ. (σίκυος) πέπων, αγγούρι ώριμο
Πρέκας/Πρέκκας- Από το ν.ε. διαλεκτ. πρέκι, οριζόντιος δοκός που τοποθετείται στο πάνω μέρος της ...
Περισσότερα